«Οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες, πολύ δύσκολες». Αυτό προέβλεψε ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Γιώργος Κουμουτσάκος, αναφερόμενος στην επικείμενη πρόταση της Κομισιόν για τη μεταναστευτική πολιτική και το άσυλο, που αναμένεται να δημοσιοποιηθεί την ερχόμενη εβδομάδα, καθώς και την νέα προσπάθεια να καταληχθεί μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική σε αυτό το θέμα.
Πάντως, μιλώντας στον δημοσιογράφο του Politico, Τζάκοπο Μπαριγκάτσι, ο Έλληνας κυβερνητικός αξιωματούχος ισχυρίστηκε πως μπορεί να υπάρξουν θετικές εκπλήξεις ως το τέλος του έτους. «Η γερμανική προεδρία έχει μια ευκαιρία να οδηγήσει σε μια συμφωνία, να επιτύχει τη συναίνεση γύρω από το πολιτικό πλαίσιο», σημείωσε.
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, ο κ. Κουμουτσάκος επέμεινε στον υποχρεωτικό χαρακτήρα της μετακίνησης των μεταναστών και προσφύγων προς άλλες χώρες της ΕΕ. «Έχουμε πει πως τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό, μέχρις ότου να γίνει υποχρεωτικό. Δεν μπορεί να έχουμε υποχρεωτικές συνοριακές διαδικασίες χωρίς να έχουμε ταυτόχρονα και υποχρεωτική αλληλεγγύη (...) και το βασικό στοιχείο αυτής της υποχρεωτικής αλληλεγγύης θα έπρεπε να είναι η μετακίνηση», φέρεται να είπε επίσης.
Χρειαζόμαστε άλλη συμφωνία
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος χαρακτήρισε, επίσης, λάθος την συμφωνία του 2016 ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία, επιρρίπτοντας μάλιστα ευθύνες στην τότε κυβέρνηση που την αποδέχθηκε ως είχε. Το κείμενο «ερμηνεύθηκε με τρόπο που αποκλείει την δυνατότητα επαναπροώθησης ενός μετανάστη ή πρόσφυγα από την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Τουρκία και έτσι όλοι οι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα νησιά», δήλωσε χαρακτηριστικά. «Επρόκειτο για ένα τεράστιο λάθος των Ευρωπαίων, υπό τις δεδομένες συνθήκες, καθώς και της ελληνικής κυβέρνησης που το αποδέχθηκε»., πρόσθεσε.
«Πρέπει να αναθεωρήσουμε εκείνη τη δήλωση και να προχωρήσουμε στις αναγκαίες αλλαγές, έτσι ώστε να είναι μια ρύθμιση η οποία θα λειτουργεί στις σημερινές συνθήκες», υπογράμμισε στη συνέχεια, προδιαγράφοντας και το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η Αθήνα. Μαζί, βεβαίως, με την ανάγκη να υπάρχει η αναγκαία ισορροπία μεταξύ της ευθύνης του κράτους-μέλους στο οποίο γίνεται η πρώτη υποδοχή και της ΕΕ στο νέο σύστημα.