«Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι τα Μνημόνια στην Ελλάδα απέτυχαν επειδή δεν εφαρμόστηκαν οι προβλεπόμενες από αυτά μεταρρυθμίσεις. Αυτό όμως είναι ανακριβές», υποστήριξε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, κατά την ομιλία του στο Συνέδριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Κάνοντας αναφορά σε μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel, ο κ. Δραγασάκης ανέφερε ότι «ειδικά στην περίπτωση του πρώτου Mνημονίου υλοποιήθηκε πάνω από το 80% των προβλεπομένων μεταρρυθμίσεων, ποσοστό που θεωρείται ρεκόρ σε αντίστοιχα προγράμματα. Και όμως το Πρόγραμμα απέτυχε οικτρά. Το ίδιο Ινστιτούτο ανάγει την αιτία της αποτυχίας όχι στην ανεπαρκή υλοποίηση αλλά στη λανθασμένη σύνθεση και στόχευση των μεταρρυθμίσεων. Αντί να προωθούν την ανάπτυξη ήταν αντί να προωθούν την ανάπτυξη ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένες στις μισθολογικές και δημοσιονομικές περικοπές».
Σύμφωνα με τον ίδιο, μπορούν επισημανθούν πολλοί παράγοντες, ωστόσο «η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί πρωτίστως στα ίδια τα Μνημόνια και συγκεκριμένα στην πολιτική του πρώτου και του δεύτερου Μνημονίου».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπογράμμισε επίσης ότι «η διέξοδος λοιπόν από αυτή την πολλαπλή κρίση δεν θα γίνει με παρωχημένα νεοφιλελεύθερα κλισέ ούτε με αέναη λιτότητα». Όπως εξήγησε, χρειάζεται ένα «συνολικό σχέδιο που θα σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο αντιμετωπίζοντας τις αιτίες που τον δημιούργησαν. Η αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους , η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν τη βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν κεντρικούς πυλώνες αυτού του σχεδίου».
Ωστόσο, ο κ. Δραγασάκης τόνισε ότι «κρίσιμος κρίκος για τη μετάβαση από την κρίση στη Βιώσιμη και Δίκαιη ανάπτυξη είναι η έγκαιρη και συνεπής με τις ανάγκες της χώρας ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης».
Όπως είπε ο ίδιος, «η κυβέρνηση, έχοντας ανταποκριθεί έγκαιρα στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχική συμφωνία, επιδιώκει με σταθερότητα και συνέπεια το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης με μια συνολική συμφωνία, η οποία θα επιτρέψει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα προετοιμάσει τη χώρα για την έγκαιρη πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για την έγκαιρη ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018».
Επιπλέον, σχετικά με την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται όσο κανείς άλλος για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης», σημειώνοντας ότι «δεν προτίθεται να δεχθεί παράλογες απαιτήσεις, που αν υιοθετούντο θα διαιώνιζαν το φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη καταπονημένη κοινωνία».
Καταλήγοντας σχετικά με την αξιολόγηση, ο κ. Δραγασάκης σημείωσε ότι «σε κάθε περίπτωση, κοινός στόχος της κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η τεχνική συμφωνία να έχει ολοκληρωθεί ως τις 7/4 οπότε θα απομένουν προς διευθέτηση τα αμιγώς πολιτικά θέματα του ύψους και της διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, η συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς και η αποσαφήνιση της θέσης και του ρόλου του ΔΝΤ στο ελληνικό Πρόγραμμα.»
Σχετικά με το θέμα του χρέους, ο Γιάννης Δραγασάκης υπογράμμισε ότι «η ελάφρυνση του χρέους είναι βασικός όρος για την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος. Για αυτό υπήρξε και εξειδίκευση των αναγκαίων μέτρων στην απόφαση του Eurogroup το Μάιο του 2016».
Παράλληλα, επισήμανε ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν ταυτίζει την αναγκαία βιωσιμότητα του χρέους αποκλειστικά και μόνο με το "κούρεμά" του». Όπως εξήγησε, «η βιωσιμότητα και η εξυπηρετησιμότητα του χρέους μπορούν να εξασφαλισθούν με επιμήκυνση των περιόδων ωρίμανσης των δανείων, με μείωση των επιτοκίων, με τη μετατροπή τους από κυμαινόμενο σε σταθερό επιτόκιο και άλλα μέσα, κάποια εκ των οποίων ήδη υλοποιούνται ή άλλα δρομολογούνται».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σημείωσε ότι «αυτή βεβαίως δεν θα είναι η ριζική λύση που θα επιθυμούσαμε, μπορεί όμως να εξασφαλίσει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και να μας φέρει σε μια θέση συγκρίσιμη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δυνατότητα για κοινή δράση για πανευρωπαϊκή λύση του προβλήματος», προσθέτοντας ότι «οι απόψεις που αρνούνται την ανάγκη μείωσης του χρέους δεν τεκμηριώνονται, είναι αυθαίρετες και ενδεχομένως υπηρετούν άλλες σκοπιμότητες».
Αναφορικά με την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων, ο κ. Δραγασάκης τόνισε ότι «η εμμονή σε μοντέλα κρατικοδίαιτου και παρασιτικού καπιταλισμού θα οδηγήσει ξανά σε νέες κρίσεις».
Για τις προτεραιότητες και τους στόχους της κυβέρνησης, ο ίδιος είπε ότι «κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο είναι άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη. Διότι το 4ο μνημόνιο ούτε προσφέρεται ούτε αντέχεται και ευτυχώς δε θα χρειαστεί». Όπως επισήμανε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, «κεντρικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η έγκαιρη ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 και ο τερματισμός του καθεστώτος της επιτροπείας».
Εξήγησε ωστόσο, ότι η «η χώρα θα παραμένει και τότε αντιμέτωπη με τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού πλαισίου όμως θα διαθέτει τους αναγκαίους βαθμούς αυτονομίας ώστε υπό συνθήκες δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας να είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της και να ανταποκριθεί στις όποιες προκλήσεις.»
Καταλήγοντας στην ομιλία του, ο Γιάννης Δραγασάκης τόνισε ότι η αυτονομία αυτή εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου «δεν μπορεί να κερδηθεί εσωτερικεύοντας την εξάρτηση αλλά υλοποιώντας μια αναπτυξιακή στρατηγική που θα μας επιτρέψει να καλύψουμε τις απώλειες και τα χάσματα που έχουν δημιουργηθεί τόσο στο εσωτερικό της κοινωνίας όσο και σε σχέση με την ευρωζώνη».