Ακόμη μια ψηφίδα στο μωσαΐκό της συζήτησης για την αλλαγή του εκλογικού νόμου προστίθεται με την δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου της Βουλής, Κώστα Τασούλα. Μιλώντας στο ERTNEWS, ο κ. Τασούλας εξέφρασε την άποψη ότι απαιτείται, με βάση ότι συμβαίνει γύρω μας, να βγει μια κυβέρνηση η οποία θα παίρνει γρήγορες και σοβαρές αποφάσεις.
«Κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται με όρους γενικής συνέλευσης πολυκατοικίας. Πρέπει να γίνεται με όρους ταχύτητας και αποφασιστικότητας. Συνεπώς αυτό είναι εκείνο το οποίο πρέπει να πρυτανεύσει. Και πρωτίστως να πρυτανεύσει κατά τη γνώμη μου, και το λέω με όλο το σεβασμό προς το εκλογικό σώμα, ως προς το πρώτο κριτήριο του εκλογικού σώματος. Μπορεί να ψηφίσει ότι θέλει. Αλλά νομίζω πως ότι αυτό ότι θέλει πρέπει να έχει παρονομαστή, ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα που έρχονται κατά πάνω μας», ανέφερε ο κ. Τασούλας.
Η ειδικού βάρους παρέμβαση του Προέδρου της Βουλής έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά δημόσιων δηλώσεων γαλάζιων στελεχών που τάσσονται υπέρ της επαναφοράς του εκλογικού συστήματος με την πριμοδότηση των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Είναι ορατή και η μετατόπιση των τοποθετήσεων και παραγόντων του Μεγάρου Μαξίμου, από την κατηγορηματική απόρριψη του σεναρίου όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, στην παρουσίαση των νέων δεδομένων που εισάγονται στο πολιτικό σκηνικό από το οποίο έχει αποσυρθεί το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ λόγω της υπόθεσης των υποκλοπών, καθώς επίσης και της ανάγκης μιας σταθερής κυβέρνησης λόγω των επάλληλων, εξωγενών κρίσεων.
Μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό το πολιτικό στίγμα, δίνει και η τοποθέτηση του εξ’ απορρήτων του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη: «Όταν υπάρχουν κόμματα που αποκλείουν το ενδεχόμενο συνεργασίας, η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη. Εκείνο που είναι κρίσιμο για τη χώρα είναι η κυβερνητική σταθερότητα», ανατροφοδοτώντας την σχετική συζήτηση.
«Ο εκλογικός νόμος πρέπει να είναι τέτοιος, έτσι ώστε να αποτρέπει και την ακυβερνησία και τον σχηματισμό αδύναμων κυβερνήσεων», ήταν το επιχείρημα που επιστράτευσε προς αυτήν την κατεύθυνση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου στην τελευταία ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. Συμπλήρωσε δε, ότι η κυβέρνηση προχωράει στις εκλογές με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, αλλά «υπάρχουν ζητήματα που κανείς οφείλει να προσμετρά και να τους δίνει τη δέουσα σημασία που πρέπει να τους δώσει».
Σε κάθε περίπτωση, η πραγματοποίηση αυτής της κίνησης στην πολιτική σκακιέρα, ως επιλογή προβάλλει η επαναφορά του «νόμου Παυλόπουλου» που είχε ψηφιστεί το 2008 και προβλέπει μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα ακόμα και με μία ψήφο διαφορά. Στον αντίποδα το εκλογικό σύστημα που εισήχθη το 2020 στο νομοθετικό οπλοστάσιο από την Νέα Δημοκρατία, για να ισχύσει μετά την κάλπη της απλής αναλογικής, δίνει κλιμακωτό μπόνους στο κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα.
Δηλαδή εάν λάβει το 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε παίρνει μπόνους 20 έδρες. Οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των δικαιούμενων εδρών κομμάτων. Από το 25% και μετά, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%.
Εάν προκριθεί η αναμόρφωση του γαλάζιου νόμου, τότε κατά πληροφορίες εξετάζεται η μείωση στο ποσοστό που απαιτείται για κάθε επιπλέον έδρα από το 0,5% στο 0,4%. Και στα δύο σενάρια το ποσοστό που απαιτείται για την επίτευξη αυτοδυναμίας μειώνεται στο 36%.
Σε αυτό το φόντο πάντως, προστίθεται η τοποθέτηση του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ο κ. Βορίδης, διαμήνυσε την ετοιμότητα του υπουργείου του, ξεκαθάρισε όμως ότι ακόμη δεν έχει ζητηθεί η προετοιμασία μιας αλλαγής στο εκλογικό σύστημα. Συμπλήρωσε όμως με νόημα: «Ότι προφανώς όμως το πολιτικό κλίμα του Σεπτεμβρίου είναι διαφορετικό από το πολιτικό κλίμα -τι να σας πω τώρα- του Μαΐου, είναι διαφορετικό»