Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Ακούγεται και γράφεται συνεχώς, τελευταία μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση εξαιτίας της πρόσκλησης σε τηλεοπτική μονομαχία από την κυβέρνηση προς την ΝΔ, ότι για τον Αλέξη Τσίπρα η τετ α τετ αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο.
Έναν τομέα στον οποίο υπερτερεί ο πρωθυπουργός , εμφανιζόμενος πιο δυνατός και πιο συγκροτημένος από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με βάση άλλωστε την παραπάνω παραδοχή, η οποία υποστηρίζεται κατά βάση από το σύνολο των φιλοκυβερνητικών διαρροών, το Μέγαρο Μαξίμου κλιμακώνει καθημερινά πλέον την ένταση των επιθέσεων, εσχάτως και σε προσωπικό επίπεδο, κάνοντας φανερό το άγχος του κυβερνώντος κόμματος ενόψει της κρίσιμης ευρωκάλπης της 26ης Μαΐου.
Ενδιαφέρον λοιπόν παρουσιάζει το να δούμε αν η υπεροχή για την οποία μιλάει με σθεναρότητα το Μέγαρο Μαξίμου εδράζεται σε κάποια πραγματική βάση, σε υπαρκτά στοιχεία τα οποία δικαίως κάνουν τον πρωθυπουργό να αισθάνεται τόσο άνετα απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν κάποιος ανατρέξει στα όσα έχουν συμβεί την τελευταία τετραετία θα μετρήσει όχι μία , όχι δύο, αλλά σαράντα φορές στις οποίες Τσίπρας Μητσοτάκης βρέθηκαν αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο εντός της Βουλής, σε κάθε είδους κοινοβουλευτική διαδικασία, συμπεριλαμβανόμενων και των προ ημερησίας διάταξης συζητήσεων. Στη διάρκεια λοιπόν αυτών των σαράντα κοινοβουλευτικών “ντιμπέιτ” οι δύο μονομάχοι μέτρησαν δυνάμεις και έπεισαν ή δεν έπεισαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τους πολίτες.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Προσέξτε τώρα την αντίφαση: Την ίδια ακριβώς περίοδο (τετραετία) διενεργούνταν έρευνες κοινής γνώμης από διαφορετικές εταιρίες , οι οποίες σε ολόκληρη τη διάρκεια των τεσσάρων αυτών ετών, κατέγραφαν και συνεχίζουν να καταγράφουν ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα σε ότι έχει να κάνει με την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.
Το “καθαρό” προβάδισμα του κ.Μητσοτάκη έναντι του κ.Τσίπρα. Η ίδια μάλιστα εικόνα παρουσιάζεται και στα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία για την ικανότητα διακυβέρνησης. Αντιπροσωπευτικά τα στοιχεία δύο μόνο μετρήσεων που έγιναν σε απόσταση δύο ετών.
- Σε δημοσκόπηση της Pulse που δημοσιοποιήθηκε λίγο πριν από το φετινό Πάσχα, το 36% θεωρούσε καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 26% τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ κανέναν από τους δύο το 31%.
- Σε δημοσκόπηση που είχε διενεργηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, 24 μήνες δηλαδή μετά από τη δεύτερη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Σεπτέμβριο του 2017, από την Commonview για το news247.gr, στο ίδιο ερώτημα ο κ. Μητσοτάκης ήταν μπροστά με ποσοστό 32,1%, με τον Αλέξη Τσίπρα στο 29,2%.
Στην ίδια έρευνα, η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρούσε σημαντικό προβάδισμα στην κοινή γνώμη σε ερωτήματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση συγκεκριμένων τομέων, όπως την ανεργία ή την εγκληματικότητα. Είναι μόνο δύο από τις πολλές έρευνες , εντελώς ενδεικτικά, που δημοσιοποιήθηκαν τα τέσσερα τελευταία χρόνια.
Εδώ γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Εάν πράγματι η υπεροχή του πρωθυπουργού έναντι του κ.Μητσοτάκη ήταν τόσο ευκρινής και τόσο ξεκάθαρη γιατί στους κρίσιμους δείκτες που έχουν να κάνουν με την προσωπική απήχηση των δύο μονομάχων ο κ. Τσίπρας υπολείπεται του κ. Μητσοτάκη;
Εφόσον δηλαδή υπήρχε αυτή η κατά κράτος υπεροχή, της οποίας υπεραμύνεται η κυβέρνηση, δε θα έπρεπε με έναν τρόπο να αποτυπώνεται σε κάποια από τις τόσες δημοσκοπήσεις; 'Η μήπως τελικά η πραγματικότητα δεν είναι όπως την περιγράφει το Μέγαρο Μαξίμου;
Η αναντιστοιχία της τακτικής που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση με την ανάγνωση των ποιοτικών στοιχείων όλων των δημοσκοπήσεων προκαλεί τουλάχιστον ερωτηματικά για την σκοπιμότητα της κυβερνητικής επιμονής περί της διεξαγωγής τετ α τετ τηλεοπτικής αναμέτρησης Τσίπρα Μητσοτάκη.
Εκτός και αν τελικά ισχύει ο παλιός άγραφος κανόνας της πολιτικής, σύμφωνα με τον οποίο αυτός που “τρέχει για να προλάβει τον πρώτο” , είναι εκείνος που ζητάει με έντονο τρόπο το ντιμπέιτ.