«Επτά χρόνια μετά το πρώτο ελληνικό μνημόνιο ( 2010) και μετά από δέκα χρόνια ύφεσης ( 2007-2016) το στοίχημα είναι αν μπορεί να υπάρξει μια Ελλάδα μετά την κρίση», επισημαίνει μεταξύ άλλων ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ σε άρθρο του στο Γαλλικό περιοδικό Commentaire, με τίτλο «Η Ελληνική κρίση και η Ευρωζώνη - Μια εμπειρία οικονομικής διακυβέρνηση»
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δοθεί πρωτίστως στην Ελλάδα, από τον ελληνικό λαό, αναφέρει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σημειώνοντας ωστόσο ότι η ελληνική όμως εμπειρία ανέδειξε τις μεγάλες εσωτερικές ανισότητες που διαπερνούν την ΕΕ και την Ευρωζώνη και τις ανεπάρκειες της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα μετά την κρίση, προϋποθέτει από την άποψη αυτή και μια Ευρωζώνη μετά την κρίση, έτοιμη να κινηθεί με μεγαλύτερη διορατικότητα, χωρίς αγκυλώσεις που μειώνουν τελικά την ίδια την ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών και χρηματοοικονομικών θεσμών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική εμπειρία δεν πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται ως μια μαύρη σελίδα που πρέπει να κλείσει και να ξεχαστεί, αλλά ως ένα ολόκληρο βιβλίο μαθημάτων που πρέπει να αντλήσει η Ευρώπη. Ως ένα εργαστήριο στο οποίο δοκιμάστηκαν τα υλικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και, παρά τα προβλήματα, άντεξαν. Το κόστος όμως είναι άδικο να το καταβάλει ολόκληρο η ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Η στήριξη της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα πρέπει να έχει καθαρό στόχο, τονίζει ο κ. Βενιζέλος: τη χειραφέτηση, την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και του χαμένου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό μια λειτουργική και έντιμη συμφωνία ως προς το χρέος και τη βιωσιμότητα του είναι εφικτή ξεκινώντας από την πλήρη αξιοποίηση των παραμέτρων της επέμβασης του 2012 και από την ορθή απεικόνιση του ελληνικού χρέους και των ευεργετικών ιδιομορφιών του.
Επιπλέον, αναφερόμενος στο διάστημα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ τονίζει ότι μετά τη συμφωνία στο Eurogroup της 15.6.2017 το κυριότερο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση μετέβαλε πλήρως την αφήγησή της ως προς το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Μέχρι πριν λίγους μήνες το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν συνώνυμο της λιτότητας και της δημοσιονομικής και αναπτυξιακής ασφυξίας. Τώρα η ελληνική κυβέρνηση επαίρεται γιατί το 2016, υπό συνθήκες σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης, κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ αντί του προβλεπόμενου στο πρόγραμμα 0,5%. Η υπεραπόδοση αυτή οφείλεται στο σκέλος των εσόδων και όχι στο σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού. Οφείλεται στην υπερφορολόγηση και την μεγάλη αύξηση των υποχρεωτικών κοινωνικών εισφορών. Το νέο αφήγημα της Ελληνικής κυβέρνησης περιλαμβάνει μάλιστα ακόμη υψηλότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος ώστε να πληρούνται οι στόχοι του προγράμματος και να χρηματοδοτούνται δημοσιονομικά αντίμετρα, δηλαδή παροχές.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του κ. Βενιζέλου εδώ.