«Η λεγόμενη αξιολόγηση δεν αφορά κυρίως το τρέχον τρίτο πρόγραμμα και τις επόμενες εκταμιεύσεις, αλλά την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2018, δηλαδή μετά το τέλος του», τόνισε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, σε συνέντευξή που παραχώρησε στα ΝΕΑ και τον Γιώργο Φιντικάκη.
«Είναι δεδομένο ότι η περίοδος αυτή θα διέπεται από το τέταρτο Μνημόνιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα συνοδεύεται και από τέταρτο δάνειο για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους», είπε ο κ. Βενιζέλος και πρόσθεσε πως «οι όροι τίθενται από τους εταίρους για να δοθούν οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος, για τις οποίες οι πρώτοι είχαν δεσμευθεί από το 2012. Η επιδείνωση της καμπύλης του χρέους μετά το 2015 καθιστά αναγκαίο να υπάρξουν αυτές οι παραμετρικές αλλαγές που αφορούν τη μέση διάρκεια του χρέους, τις λήξεις δανείων, το μέσο επιτόκιο και τη συσσώρευση τόκων μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος. Μόνο που τώρα αυτά δίδονται σταδιακά και υπό όρους και όχι προκαταβολικά όπως το 2012».
Όπως υπογράμμισε, «η κυβέρνηση διεκδικεί με πάθος το δεδομένο από το 2012 συμπλήρωμα της μεγάλης παρέμβασης που έγινε τότε με το PSI / OSI. Επιδιώκει να εμφανίσει ως επιτυχία το μικρό συμπλήρωμα του «καταστροφικού PSI», όπως έλεγε με χυδαίο και ανεπίγνωστο τρόπο ο κ. Τσίπρας. Μπορεί επίσης να υπάρχουν διαθέσιμα υπόλοιπα από το τρίτο δάνειο που θα καλύψουν ένα μέρος του τέταρτου Μνημονίου. Άρα το παράδοξο είναι ότι ουσιαστικά έχει συμφωνηθεί το τέταρτο Μνημόνιο χωρίς να έχει κλείσει η στενά νοούμενη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου και χωρίς να έχει συμφωνηθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ ως δανειστή στο τρίτο Μνημόνιο, που θα το λέγαμε έτσι Μνημόνιο τρία plus».
Ερωτηθείς αν νομιμοποιείται δημοκρατικά η κυβέρνηση να δεσμεύσει τη χώρα για την περίοδο μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018, ο κ. Βενιζέλος απάντησε ότι «προφανώς όχι». Όπως σημείωσε, «η νομιμοποίηση της κυβέρνησης έχει ούτως ή άλλως εξαντληθεί. Δεν νομιμοποιούνται όμως ούτε αυτοί που λένε ότι όλες οι εξελίξεις ήταν και είναι μοιραίες και αναγκαστικές, ανεξαρτήτως του ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση. Αν συνεχιζόταν το 2015-2017 η πολιτική της περιόδου 2011-2015, η θέση της χώρας θα ήταν σήμερα τελείως διαφορετική. Η βλάβη της περιόδου 2015-2017 λειτουργεί γεωμετρικά. Επηρέασε ήδη δυσμενώς τη δυναμική του χρέους και άρα τη βιωσιμότητά του».
Σχετικά με την επισήμανση που έκανε στο Φόρουμ των Δελφών ότι «ζούμε ήδη το 2015 καθώς το πρώτο εξάμηνο του 2017 έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το αντίστοιχο του 2015», ο Ευάγγελος Βενιζέλος διευκρίνισε ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η διαρροή καταθέσεων.
«Είπα ότι η συμφωνία της 20ής/2/2017 θυμίζει τη συμφωνία της 20ής/2/2015 που οι Ευρωπαίοι δεν ζήτησαν να κυρωθεί από τη Βουλή και έτσι οδηγηθήκαμε στη λήξη του δεύτερου προγράμματος, στα capital controls, στο νόθο δημοψήφισμα, στην αναίρεση του αποτελέσματός του και στη συμφωνία της 12ης/7/2015», επισήμανε.
Ο ίδιος πρόσεθσε ότι «τώρα μπορεί, αντί να πάμε ξανά στην 5η Ιουλίου 2015 με δήθεν δημοψήφισμα και αίσθηση ρήξης, να πάμε κατευθείαν στην 6η Ιουλίου 2015 με τη μορφή ενός δήθεν "συναινετικού εκβιασμού" που θα ζητά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μοιραστούν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την ευθύνη για την αποδοχή σκληρών μέτρων το 2019, το 2020 και μετά ή να μοιραστούν την ευθύνη της σύγκρουσης με τους εταίρους. Έτσι τυφλά και εκ των υστέρων. Χωρίς εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς επεξεργασμένη πρόταση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς σοβαρή τεχνική διαπραγμάτευση με τους εταίρους».
Για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ που προβλέπονται στο πρόγραμμα τα επόμενα χρόνια, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ είπε ότι «τα πρωτογενή πλεονάσματα συνδέονται με τη στόχευση να μπορεί η χώρα να πληρώνει τους ετήσιους τόκους για το χρέος χωρίς να χρειάζεται να δανειστεί αυξάνοντας το χρέος. Οι ετήσιοι τόκοι μετά την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε το 2012 μειώθηκαν κατά 60% σε σχέση με το 2011. Είναι μικρότεροι από τους ιταλικούς γιατί το ελληνικό χρέος σε παρούσα αξία είναι μικρότερο από το ιταλικό κ.ο.κ.»
Όπως εξήγησε όμως, «το ύψος των ετήσιων τόκων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ εξαρτάται από τον ρυθμό ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, από τον παρονομαστή του κλάσματος. Επίσης μπορεί να γίνουν παρεμβάσεις που μειώνουν τους ετήσιους τόκους μέσω παραμετρικών αλλαγών που αφορούν το μέσο επιτόκιο και τη διάρκεια του χρέους. Το κυριότερο όμως είναι η σύνδεση πρωτογενούς πλεονάσματος και ρυθμού ανάπτυξης. Εδώ φαίνεται η αρνητική επίπτωση της περιόδου 2015-2016 στις προβλέψεις για θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2015 και το 2016».
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, «αν η χώρα διέθετε σοβαρή κυβέρνηση, θα μπορούσε να συμφωνήσει με τους εταίρους σε μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα με σειρά επιχειρημάτων που ξεκινούν από την ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία, προβλέπουν μια πολύ ομαλή καμπύλη τόκων μέχρι το 2070 και δίνουν έμφαση στον ρυθμό ανάπτυξης και άρα ονομαστικής διόγκωσης του ΑΕΠ. Τα λέω όλα αυτά από το 2012 και ήμασταν πολύ κοντά σε αυτά τον Δεκέμβριο του 2014».
Σχετικά με τις φήμες για «παρέμβαση Μέρκελ» στο θέμα της ποσοτικής χαλάρωσης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος σχολίασε ότι «η ένταξη στο QE βοηθάει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων αν η χώρα βγει πάλι στις αγορές. Δηλαδή αν βρεθεί εκεί όπου ήμασταν την άνοιξη του 2014, οπότε και έγινε δοκιμαστική έκδοση νέων ομολόγων. Έτσι καταλαβαίνετε πού ήμασταν, πόσο οπισθοχωρήσαμε και πόσο δύσκολο είναι να γυρίσουμε στην παραμονή των εκλογών του Ιανουαρίου 2015. Στο μεταξύ, λόγω της ανόδου του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, θα αυξηθούν οι πιέσεις να σταματήσει το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Μακάρι να προλάβουμε, αλλά αυτό από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Το μεγάλο θέμα είναι οι τράπεζες. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το "ξανακοκκίνισμα" δανείων που αναδιαρθρώνονται και η νέα διαρροή καταθέσεων».
Όπως είπε, «η Ελλάδα χρειάζεται δύο πράγματα που έχω προτείνει εδώ και μήνες. Πρώτον, μια ειδική ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, παρότι δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα εγγύησης καταθέσεων και δεν έχει ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση. Δεύτερον, μια θυγατρική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων που σε συνεργασία με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα αξιοποιήσει διαθέσιμους αλλά αδρανείς αναπτυξιακούς πόρους (ΕΣΠΑ, διαρθρωτικές όψεις της ΚΑΠ)».
Τέλος, ο κ. Βενιζέλος φοβάται ότι η συζήτηση για τα αντίμετρα και τη δημοσιονομικά ουδέτερη συμφωνία «μπορεί να λειτουργήσει ως διευκόλυνση του πολιτικού τυχοδιωκτισμού της κυβέρνησης. Ο στόχος για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα παραμένει. Συμφωνούνται δημοσιονομικά μέτρα που υπερβαίνουν εμφανώς τον στόχο και δημιουργούν υπερβάλλον πλεόνασμα συνολικά ή ανά μέτρο που στη συνέχεια αναδιανέμεται».
Όπως εξήγησε άλλωστε, «αν περικόψεις τις κύριες συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ για να ενισχύσεις με μια εφάπαξ παροχή όσους παίρνουν συντάξεις έως 800 ευρώ, ανεξαρτήτως άλλων εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων, τι κάνεις ακριβώς; Αν μειώσεις το αφορολόγητο και επιβαρύνεις όσους έχουν ετήσιο εισόδημα γύρω στα 8.000 με 9.000 ευρώ και το προϊόν το διαθέσεις για προνοιακή πολιτική, ποιο είναι το πρόσημο της πολιτικής αυτής;»