Σε ένα ταξίδι επιστροφής από το Λονδίνο, πίσω από το γραφείο check-in της αεροπορικής εταιρείας, καθόταν ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν εμφανώς άνω των 65 ετών. Με εξυπηρέτησε γρήγορα, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και συνέχισα προς την πύλη της πτήσης μου. Στο ίδιο αεροδρόμιο, κάποια άλλη στιγμή, επισκέφτηκα τα duty free, όπου την εξυπηρέτησή μου ανέλαβε μία κυρία, με ηλικία γύρω στα 70 ίσως και παραπάνω…
Και στις δύο περιπτώσεις, σκέφτηκα ότι αυτές τις εικόνες δεν τις αντικρίζουμε στη χώρα μας. Οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι είτε δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί πολύ πριν φτάσουν σε αυτές τις ηλικίες, είτε θα ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα και θα έχουν απολυθεί επίσης πολύ νωρίτερα. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, κάνουν και αυτοί χρήση των παραθύρων που έχουν ανοίξει για πρόωρη συνταξιοδότηση. Έτσι γλιτώνουν και το βραχνά να χτυπάνε πόρτες και να μη βρίσκουν δουλειά.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει την απάντηση, ότι πολιτική της εταιρείας είναι να προσλαμβάνει άτομα σε νεαρότερη ηλικία. Και ως ένα βαθμό είναι φυσιολογικό. Οι σύγχρονες εταιρείες έχουν ανάγκη από άτομα που έχουν συγκεκριμένες δεξιότητες, προσόντα ή ταλέντο.
Όμως όταν οι συγκεκριμένες δεξιότητες και προσόντα απαντώνται από άτομα που βρίσκονται σε μεγαλύτερες ηλικίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκλειστούν από την πλήρωση των θέσεων.
Νομίζω ότι έφτασε η ώρα να μιλήσουμε για ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα της κοινωνίας μας που είναι ο «ηλικιακός ρατσισμός» στην αγορά εργασίας. Προσλαμβάνει τέτοιες διαστάσεις που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δομικός, επηρεάζοντας κυρίως τις γυναίκες.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι θα έπρεπε να επιβάλλονται οικονομικές και νομικές κυρώσεις, στην περίπτωση που επιχειρήσεις αρνούνται να προσφέρουν θέση σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας όταν τηρούνται οι προϋποθέσεις προκήρυξης της θέσης.
Η Ελλάδα παρουσιάζει πολλά θεμελιώδη προβλήματα στην αγορά εργασίας. Δυστυχώς, οι συμμετέχοντες, δηλαδή πολιτεία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, επέδειξαν σημαντική υστέρηση προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Το πρόβλημα διογκώθηκε λόγω της επίπλαστης ευμάρειας με δανεικά και τον κατακερματισμό των προσωποπαγών ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ίσως η πιο βαριά βιομηχανία της Ελλάδος που ανταγωνίζεται ακόμα και τον τουρισμό είναι οι βιομηχανία συντάξεων. Αυτή ήταν την απάντηση των κυβερνήσεων στην αναπλήρωση των θέσεων εργασίας, αλλά και την απουσία πρόνοιας, τόσο πριν όσο και μετά την σύνταξη. Στο ίδιο μήκος κύματος και πολιτική των επιδομάτων που δεν αποσκοπούσε στην επανένταξη στην αγορά εργασίας.
Για τις μικρές επιχειρήσεις - κυρίως στις αποκεντρωμένες - ο εργαζόμενος δεν αποτελεί κεφάλαιο, αλλά βάρος. Ένα αναγκαίο κακό, που θα προτιμούσαν να αποφύγουν αν είχαν την ευκαιρία. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ο μισθός εργαζόμενου - κυρίως του μη μισθολογικού κόστους - να αποτελεί αντικείμενο ισοφάρισης άλλων ατελειών ή λογαριασμών που έχει η επιχείρηση με το δημόσιο π.χ. εφορία.
Ταυτόχρονα υπάρχει ακόμα βαθιά ριζωμένη η αντίληψη ότι ο μισθός είναι κάτι που μοιράζεται ο εργοδότης από την περιουσία του και όχι κάτι που κερδίζει ο εργαζόμενος από την παραγωγική διαδικασία.
Φοβάμαι ότι εφόσον δεν επιλύθηκαν αυτά τα προβλήματα την εποχή που μπορούσαν, θα είναι σχεδόν ακατόρθωτο να λυθούν τώρα που διανύουμε τα πρώτα χιλιόμετρα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Η πολιτεία οφείλει να κάνει στοχευμένες παρεμβάσεις και όχι απλώς να μοιράζει επιδόματα, παριστάνοντας τον καλό πατερούλη. Οι επιχειρήσεις οφείλουν επιτέλους να σταματήσουν να σκέφτονται με όρους της δεκαετίας της χρεοκοπίας.
Η νοοτροπία να απαιτείς περισσότερο από το προσωπικό πληρώνοντας λιγότερα, γιατί υπάρχουν ορδές ανέργων έχει παρέλθει.
Επίσης, να κατανοήσουν πως σε μία χώρα με δημογραφικό πρόβλημα, για να βρουν προσωπικό πρέπει να διευρύνουν την αναζήτηση σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.
Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να δείξουν ευελιξία και να επεκτείνουν τον ορίζοντα των επιλογών τους. Όλοι γνωρίζουμε, πως είναι πολύ δυσκολότερο από όσο ακούγεται. Όμως δεν έχει νόημα η αναζήτηση εργασίας σε κλάδους που ο εργαζόμενος έβρισκε δουλειά αλλά πλέον βρίσκονται σε ύφεση η εξαφάνιση.
Είναι σημαντικό να αλλάξει ριζικά η νοοτροπία όλων, με οποιαδήποτε ιδιότητα προσεγγίζουν το ζήτημα. Καταναλωτές, εργοδότες, εργαζόμενοι, παραγωγοί, επιστήμονες, επίσημη πολιτεία, οργανισμοί.
Επιτέλους να δούμε κάποτε, επίσημους φορείς και οργανώσεις να ευαισθητοποιούνται για το θέμα. Σε αντίθεση με τα δικαιώματα άλλων κοινωνικών ομάδων ή κοινοτήτων, δεν αφορά μικρά μονοψήφια ποσοστά του πληθυσμού. Από αυτή την ηλικία και τις δυσκολίες στην εργασία αλλά και την κοινωνικών συνεπειών θα περάσουμε όλοι !
Τον επίσημο τόνο πρέπει να το δώσει η πολιτεία. Με ένα πολυεπίπεδο εθνικό σχέδιο, όπου θα ακολουθείται με επιμονή. Χωρίς αποσπασματικές λύσεις, έχοντας μακροχρόνιο ορίζοντα. Ούτε να περιορίζεται από μεμονωμένες πρωτοβουλίες ενός υπουργού. Χρειάζεται να δεσμευτούν δυνάμεις και κονδύλια που δεν θα σταματούν, όταν κάποιος άλλος καθίσει στην καρέκλα ή έχει μια διαφορετική ιδέα.
* Ο Νικόλαος Δ. Τσαγκανέλιας εργάζεται για πάνω από 27 χρόνια στον χρηματοοικονομικό χώρο. Από το 2015 εργάζεται στην Tavira Securities με έδρα το Λονδίνο, ως Hedge Fund Operations & Risk.