Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή: Η ΝΔ ούτε θα κερδίσει ούτε θα χάσει στις εκλογές επειδή έδωσε ένα «επίδομα» περισσότερο ή λιγότερο. Δεν θα κριθεί εκεί η μάχη. Όπως τόσα άλλα, όμως, παίζει και αυτό το ρόλο του.
Όσο καιρό υπάρχουν εκλογές, υπάρχει και η συζήτηση για το τι καθορίζει τελικά το αποτέλεσμά τους. Μια κυρίαρχη -αλλά υπεραπλουστευτική- άποψη είναι ότι κρίνονται στο πεδίο της οικονομίας, ότι ο πολίτης ψηφίζει μόνο «με την τσέπη του». Σοβαρό κριτήριο, αλλά όχι το μόνο.
Η επιλογή της ψήφου κρίνεται από πολλές παραμέτρους -ορθολογικές, ιδεολογικές, βιωματικές, συναισθηματικές. Σήμερα, είναι κρίσιμη η αίσθηση ταύτισης που αναπτύσσουν -ή όχι- οι πολίτες σε σχέση με πολιτικά κόμματα και πρόσωπα.
Καθώς και η αντίληψή τους για το πώς τα πάει η χώρα και πώς οι ίδιοι προσωπικά. Σε αυτό το πλαίσιο, πολιτικές επιλογές όπως το market pass και η αντιπαράθεση γύρω από αυτές, αποτελούν -σημαντικές- ψηφίδες που συνδιαμορφώνουν την εικόνα του κομματικού ανταγωνισμού.
Αν συζητιέται αυτή η πολιτική, είναι γιατί για πολλούς ήταν μάλλον μη αναμενόμενη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και αυτό, για άλλους με την καλή έννοια και για άλλους όχι…
Έτσι προκύπτουν και επιμέρους ερωτήματα, όπως το πώς επιδρούν παρόμοιες πολιτικές επιλογές στους - θεωρούμενους παραδοσιακά ως κρίσιμους- κεντρώους ψηφοφόρους. Που εμπιστεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά ενδεχομένως απορρίπτουν τις επιδοματικές λογικές ως βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής.
Η απάντηση είναι πως και οι κεντρώοι, πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι και αυτοί…κανονικοί άνθρωποι. Και μάλιστα κατά κανόνα πραγματιστές. Επιζητούν σταθερότητα και αποτελεσματικότητα. Αν μία πολιτική τους ίδιους τους ανακουφίζει, είναι οι τελευταίοι που θα την απορρίψουν επειδή δεν είναι «συνεπής ιδεολογικά».
Αν πάλι δεν τους αγγίζει προσωπικά και επιπλέον διαφωνούν, τότε θα τους ενοχλήσει αλλά όχι σε βαθμό που εξαιτίας της να διαρραγούν οι σχέσεις τους με την κυβέρνηση. Μπορεί να την αθροίσουν όμως σε όσα τους απομακρύνουν από το κυβερνών κόμμα.
Μιας και μιλάμε για ζητήματα καθημερινής οικονομίας, ένα νόμισμα έχει δύο όψεις:
Πολιτικές που χαρακτηρίζονται ως «επιδοματικές», υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση ως μέτρα αντίδρασης σε αλλεπάλληλες εξωγενείς κρίσεις. Πρώτα στην πανδημία, στη συνέχεια στην ενεργειακή κρίση και στις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Μέτρα εκ πρώτης όψεως ασυνήθιστα για το φιλελεύθερο χώρο.
Με αυτά, όμως, η κυβέρνηση έδειξε προσαρμοστικότητα σε δύσκολες καταστάσεις. Γρήγορα αντανακλαστικά. Και όχι ιδεολογικές «αγκυλώσεις». Απευθύνθηκε σε ευρύτερα κοινά, ορισμένα εκ των οποίων ήταν πολύ επιφυλακτικά -έως φοβισμένα- απέναντί της. Ενώ σε τελική ανάλυση, είναι αντιφατικό να αναγνωρίζεται ως μείζον πρόβλημα ο πληθωρισμός, αλλά να ασκείται εύκολα κριτική στα μέτρα αντιμετώπισής του.
Από την άλλη, με όσα έχουμε περάσει, είναι λογικός κάθε προβληματισμός σχετικά με τις δαπάνες. Ανθρώπινη η αμφιβολία για τις «εύκολες λύσεις». Και δείγμα σύνεσης η απαίτηση τέτοια μέτρα να έχουν έκτακτο χαρακτήρα, να μην επιβαρύνουν την οικονομία και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό του λαϊκισμού. Μια υπεύθυνη κυβέρνηση οφείλει να μην εθίζει τους πολίτες σε «λύσεις εξ ουρανού».
Συνολικά, όπως είπαμε, τα μέτρα αυτά λειτουργούν ως ψηφίδες. Που δημιουργούν άλλες, μεγαλύτερες ψηφίδες, οι οποίες αποτελούν στρατηγικά κρίσιμες παραμέτρους για το προφίλ της κυβέρνησης:
Έτσι, επινοώντας και υιοθετώντας, εν μέσω κρίσεων, από τα επιδόματα στις αναστολές εργασίας των λοκντάουν ως το Fuel Pass και το Market Pass, η κυβέρνηση δίνει την αίσθηση ότι το παλεύει. Έχει σχέδιο. Βρίσκει έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπίσει έκτακτες καταστάσεις, δεν πάει μόνο με τα «προβλεπόμενα». Αυτά συμβάλουν στη δημιουργία αίσθησης ότι αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τις κρίσεις. Ένα δίλημμα στο οποίο η ΝΔ επενδύει ιδιαίτερα.
Ταυτόχρονα, δείχνει μια μη αναμενόμενη κοινωνική ενσυναίσθηση. Επιχειρεί να δημιουργήσει σε ευρέα στρώματα αίσθηση φροντίδας και να καλύψει ένα έλλειμμα λαϊκότητας που θεωρείται πως έχει. Και όποτε είναι εφικτό, έχει story για το πώς αξιοποιεί την απόδοση της οικονομίας ή «παίρνει από λίγους για να μοιράσει στους πολλούς».
Με επικοινωνιακούς όρους, οι αντιδράσεις -ιδίως μάλιστα όταν εκπορεύονται αμφίπλευρα- λιγότερο πλήττουν τα μέτρα και περισσότερο τα διαφημίζουν. Μια ενίσχυση που -αν το ποσό είναι μικρό- μπορεί να περνούσε απαρατήρητη, αναδεικνύεται ως σημαντική. Εδώ βέβαια παίζει ρόλο και ότι η κυβέρνηση κάποιες φορές αποδεικνύεται ικανή στο να «βαφτίζει», «πακετάρει» και προωθεί πολιτικές της. Ενώ η αντιπολίτευση, μόνο χαμένη βγαίνει όταν εν μέσω κρίσης δίνει αίσθηση χαιρεκακίας και εμμένει στο «όχι σε όλα».
Συνοψίζοντας, για να έχει θετικό πρόσημο κάθε μέτρο επιδοματικού χαρακτήρα, η κυβέρνηση πρέπει να τηρεί μια δύσκολη ισορροπία: Να φροντίζει αυτό να είναι έκτακτο, στοχευμένο και βέβαια αποτελεσματικό. Να μην είναι επικίνδυνο δημοσιονομικά, ή υπερβολικό. Να το «πακετάρει» καλά. Ιδανικά, να εξηγεί από πού προέρχονται τα χρήματα. Να μην παρασύρεται από το λαϊκισμό. Και ταυτόχρονα, να το συνδυάζει με θετικά αποτελέσματα συνολικά στην οικονομία.
Μακροπρόθεσμα, αν τα καταφέρει αυτά, θα έχει δώσει ένα εκλογικό «επίδομα ισορροπίας και πολιτικού ρεαλισμού» στον εαυτό της.
Άκης Γεωργακέλλος, σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής