Σε μία από τις πλέον δύσκολες και καθοριστικές εβδομάδες εισέρχεται η κυβέρνηση της ΝΔ. Το εμβόλιο εναντίον του κορονοϊού ετοιμάζεται να πάρει τον δρόμο προς την Ελλάδα και το Μέγαρο Μαξίμου θα πρέπει να ανταποκριθεί σε μία εξαιρετικά ριψοκίνδυνη αποστολή. Από τη μία να συντονίσει και να οργανώσει την επιχείρηση εμβολιασμού, η οποία θα αρχίσει πιθανότατα το προσεχές Σαββατοκύριακο και από την άλλη να πείσει τους Έλληνες να εμβολιαστούν. Ένα έργο που αποτελεί πρόκληση από κάθε άποψη και μοιάζει έτοιμο να καθορίσει εξελίξεις κάθε είδους.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι η έναρξη του εμβολιασμού στη χώρα μας σηματοδοτεί και την απαρχή της περιόδου που θα οδηγήσει στον πολυαναμενόμενο ανασχηματισμό. Με άλλα λόγια μόλις η επιχείρηση «εμβόλιο» μπει στον δρόμο της, τότε το ενδιαφέρον θα στραφεί στο πότε ο κ. Μητσοτάκης θα «πατήσει το κουμπί» των αλλαγών.
Παρότι λοιπόν οι σχετικές πληροφορίες διαψεύδονται αρμοδίως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφασίσει να προχωρήσει στην αλλαγή της σύνθεσης του υπουργικού του συμβουλίου, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι. Τότε επέλεξε να κάνει κάποιες πολύ μικρές διορθωτικές κινήσεις. Τώρα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι υπουργοί και οι υφυπουργοί έχουν δώσει εξετάσεις ενάμιση χρόνο μετά τις εθνικές κάλπες. Κάποιοι τις πέρασαν με άνεση, κάποιοι άλλοι ίσα ίσα έφτασαν τη βάση, ενώ υπάρχουν και αυτοί που έχουν περάσει κάτω από αυτή.
Στο πλαίσιο αυτό όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το τέλος Ιανουαρίου μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου μπορεί να είναι ο χρόνος μέσα στον οποίο θα εκδηλωθούν οι αλλαγές.
Όπως όλα δείχνουν, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι εκπλήξεις, ο ανασχηματισμός θα έχει δομικά χαρακτηριστικά. Θα έχει έντονο το άρωμα της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι αυτή τη φορά θα γίνει αισθητός και στους λεγόμενους πρωτοκλασάτους υπουργούς. Με άλλα λόγια ουδείς μπορεί να αισθάνεται άνετος, όσο “κορυφαίος” υπουργός και αν αισθάνεται.
Οι επερχόμενες αλλαγές λοιπόν θα είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον κ. Μητσοτάκη να δείξει ότι αναγνωρίζει και διορθώνει τις αρρυθμίες, οι οποίες μπορούν αν δε θεραπευθούν να εξελιχθούν αρνητικά με απρόβλεπτες συνέπειες.