Από το 1974 αυτό το έργο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το έχουμε δει πολλές φορές. Την περίοδο των εντάσεων και των προκλήσεων τη διαδέχεται μια αγαπησιάρικη περίοδος, που θα λήξει π.χ. μόλις αρχίσουν οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Και πάλι από την αρχή. Η Τουρκία θα προκαλεί κι εμείς θα αγνοούμε τις προκλήσεις, γιατί ουδείς σοβαρός άνθρωπος υποστηρίζει πως θα πρέπει να απαντούμε σε αυτές τις προκλήσεις.
Τώρα διάγουμε την αγαπησιάρικη περίοδο. Και οι δύο ηγέτες γνωρίζουν άριστα τους ρόλους που πρέπει να υποδυθούν, όπως άριστα γνωρίζουν και το τέλος του έργου. Πρέπει να κάνουν πως συνομιλούν, πως προσπαθούν να βρουν μιαν άκρη, πρέπει να δείξουν πως υπάρχει εκατέρωθεν καλή θέληση.
Μόνον που η φύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων είναι τέτοια που ξεπερνά τις καλές προθέσεις των ηγετών, αν υπάρχουν. Όταν εμείς υποστηρίζουμε επί δεκαετίες πως έχουμε μόνο μια διαφορά με την Τουρκία και οι γείτονές μας έχουν καταγράψει πέντε, γίνεται αντιληπτό πως διευθέτηση των διαφορών δεν μπορεί να υπάρξει.
Και με αμοιβαίες υποχωρήσεις να λυθεί η κοινή διαφορά - αυτή της υφαλοκρηπίδας - μετά από λίγο η Τουρκία θα ανοίξει την ατζέντα για τα υπόλοιπα θέματα. Συνεπώς, θα βρεθούμε εκεί που ξεκινήσαμε και ίσως και σε δυσμενέστερη θέση.
Αυτά τα γνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις και για αυτό η εθνική γραμμή δεν έχει διαταραχτεί και εκτιμώ ότι δε θα διαταραχτεί και στο μέλλον. Γιατί ο σκληρός πυρήνας των τουρκικών απαιτήσεων είναι και θα παραμείνει η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Ο εξοπλισμός τους εμποδίζει την Άγκυρα να προχωρήσει σε τετελεσμένα γεγονότα. Την εμποδίζει να σύρει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος.
Μήπως η πρόσφατη στροφή της Τουρκίας προς τη Δύση είναι ειλικρινής; Μόνον αφελείς πιστεύουν πως η ειλικρίνεια μετρά στην εξωτερική πολιτική. Το μόνο που μετρά είναι το τι συμφέρει ή δε συμφέρει και οι ανάγκες της οικονομίας και της εθνικής άμυνας.
Σήμερα ο Ταγίπ Ερντογάν - που δεν είναι χθεσινός - έχει αντιληφθεί πως ο φίλος του ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι παντελώς ανυπόληπτος στο εξωτερικό και με κομμένα τα φτερά του στο εσωτερικό. Είναι ένας ηγέτης σε πτωτική πορεία. Άρα για να καλύψει τις ανάγκες του, ο Ερντογάν έναν δρόμο έχει. Αυτόν που οδηγεί στη Δύση.
Σε αυτό το πλαίσιο - για λόγους τακτικής - θέλει να φανεί πως συζητά με τους Έλληνες, πως δεν προκαλεί, πως είναι ένας καλοπροαίρετος ηγέτης. Η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας δεν έχει να χάσει τίποτα από αυτό το μορατόριουμ. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι χθεσινός. Γνωρίζει τους τακτικισμούς του Ερντογάν και ως εκ τούτου, υποθέτω, ότι δεν τρέφει αυταπάτες για το πώς θα τελειώσει αυτή η αγαπησιάρικη περίοδος που ζούμε.
Εν κατακλείδι. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές έχουν ένα ιστορικό βάθος και μια καίρια γεωστρατηγική διάσταση που τις καθιστά αν όχι ανεπίλυτες, σίγουρα δυσεπίλυτες. Καμιά κυβέρνηση, και από τις δύο πλευρές, δεν είναι διατεθειμένη να προβεί σε σοβαρές υποχωρήσεις γιατί θα καταρρεύσει.
Άρα κουβεντιάζουμε - όπως κάναμε πολλές φορές και στο παρελθόν - γιατί έτσι πρέπει να κάνουμε, χωρίς περαιτέρω προσδοκίες.