Η Νίκη Κεραμέως έχει δείξει αποφασιστικότητα στις ιδέες της και σθένος στις επιθέσεις που δέχεται, ακόμη και τις πλέον άδικες. Σαν αυτές που υφίσταται από τον ΣΥΡΙΖΑ για τα κολλέγια, και για πράξεις που και ο ίδιος έχει επιτελέσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγνωρίσει την επαγγελματική ισοτιμία κολεγίων και ΑΕΙ. Και όχι μόνο το υπουργείο Παιδείας, αλλά και άλλα, όπως των Εξωτερικών, Υγείας, Προστασίας του Πολίτη, κλπ. Και την αναγνώρισε γιατί ήταν ενωσιακή υποχρέωση.
Αλλά κουτοπόνηρα την κατήργησε δύο μήνες πριν τις εκλογές. Στην συνέχεια, επιτέθηκε στην σημερινή κυβέρνηση και την υπουργό με τον γνωστό του λαϊκισμό. Απορίας άξιον βέβαια γιατί η υπουργός περίμενε να φτάσει η συζήτηση στη Βουλή για να το αναφέρει, και δεν το κοινοποίησε από την πρώτη ημέρα της επίθεσης, αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργεί και να δρέπει εντυπώσεις.
Οι επιθέσεις στην υπουργό Παιδείας ξεπέρασαν και εκείνες στην υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Φαίνεται ότι ο φεμινιστικός ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί τις γυναίκες υπουργούς ως τις πλέον ευάλωτες. Φάνηκε άλλωστε από την αήθη επίθεση που εξαπέλυσε στην υπουργό Παιδείας ο Νίκος Φίλης, εμπλέκοντας και τα παιδιά της.
Τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση έχει ξαμολήσει τα μέλη της και τα τρολ της να μαζεύουν υπογραφές για να πιέσουν σε παραίτηση της υπουργού. Γιατί ως γνωστόν οι υπουργοί δεν τοποθετούνται στο θώκο τους από τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας, και δεν κρίνονται στις εκλογές, αλλά από τα γκρουπ μελών και φίλων της αντιπολίτευσης.
Και ενώ η υπουργός έχει μπροστά της το έργο της αναμόρφωσης της Παιδείας, ενώ το Φθινόπωρο δεν απέχει παρά ένα μήνα και κάτι, (όπου θα έχει να αντιμετωπίσει θηριώδη προβλήματα – αναβάθμιση σπουδών, πανδημία, ανεβολίαστοι καθηγητές, πανεπιστημιακή αστυνομία κ.λ.π), υπέπεσε σε ένα δευτερεύον μεν, «αμάρτημα» δε, που πρώτος δίδαξε ο Συριζαίος προκάτοχός της, Κώστας Γαβρόγλου.
Όπως και εκείνος χαρίζει χρέη κακοπληρωτών καθηγητών, ίσως γιατί κάποιες επαγγελματικές ομάδες αποτελούν μια ξεχωριστή ανέγγιχτη ελίτ, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων.
Το 1997 επετράπη η άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος στους πανεπιστημιακούς. Ως αντάλλαγμα η πολιτεία θέσπισε την υποχρέωσή τους να αποδίδουν στα πανεπιστήμια που υπηρετούν, ένα ποσοστό των εσόδων που αποκτούν εξωπανεπιστημικά.
Στην αρχή το ποσό ξεκίνησε από το 15% επί των ακαθόριστων εσόδων, συνεχίστηκε με 7% επί των ακαθόριστων, και κατέληξε στο 7% επί των καθαρών.
Αρκετοί καθηγητές απέδιδαν τα οφειλόμενα στα πανεπιστήμιά τους. Άλλοι αδιαφορούσαν και τα χρέη τους συσσωρεύονταν. Ο Γαβρόγλου μείωσε στο 1/3 τις απαιτήσεις παρακράτησης, παραγράφοντας τα 2/3. Η σημερινή κυβέρνηση το 2020 όρισε διαδικασία είσπραξης, και τα πανεπιστήμια είχαν ξεκινήσει καταλογισμό και είσπραξη. Αλλά αυτό ακυρώνεται.
Όπως αναφέρει η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης με τροπολογία η Νίκη Κεραμέως διαγράφει τα χρέη που ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Αποστερεί έτσι πόρους από τα πανεπιστήμια επιβραβεύοντας τους ασυνεπείς.
Η Κίνηση τονίζει ότι «όλοι οι υπουργοί Παιδείας από το 2002 ως το 2018 δεν είχαν υποχωρήσει στις ασφυκτικές και επίμονες πιέσεις των ασυνεπών συναδέλφων μας. Η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου είχε απορρίψει το αίτημα ως αντισυνταγματικό, συμφωνώντας και με την αντίστοιχη πρόσφατη τότε απόφαση του ΣτΕ».
Αν η υποχρέωση των πανεπιστημιακών να αποδίδουν ποσοστό από τα ελευθέρια επαγγέλματα, είναι παράλογη (παρότι συνταγματική), ας καταργηθεί. Αν πρέπει να μειωθεί το ποσοστό, να συζητηθεί. Όμως η διαγραφή χρεών δημιουργεί δύο κατηγορίες πανεπιστημιακών. Τους συνεπείς και τους μπαταχτσήδες.
Δεν είναι το πρόβλημα μόνο ότι θα «δικαιούνται» να ακολουθήσουν και οι συνεπείς το παράδειγμά τους, αφού θα νιώσουν κορόιδα αν δεν το κάνουν (και έτσι το μέτρο θα καταργηθεί εμπράκτως).
Είναι που δημιουργείται στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι κάποιες ομάδες πίεσης, με το φωτοστέφανο των ελίτ, βρίσκονται υπεράνω νόμων και κομμάτων. Δεν ήταν η καταλληλότερη στιγμή να συμβεί αυτό.