Του Γιάννη Σιδέρη
Ηλεκτρίζονται οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και τείνουν να ξεφύγουν από την κατάσταση μιας, έστω και δύσκολης, καλής γειτονίας που αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο προκειμένου: αφενός να βελτιωθούν οι διαχρονικά χειμαζόμενες συνθήκες ζωής της ελληνικής εθνικής μειονότητας, αφετέρου να λυθούν με βάση το διεθνές δίκαιο τα όποια διακρατικά προβλήματα, με κύριο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών που αμφισβητεί η Αλβανία.
Η όξυνση ξεκίνησε από τα κάτω, με αφορμή την ακόμη αδιευκρίνιστη εκτέλεση του ομογενούς Κωνσταντίνου Κατσίφα. Τροφοδοτήθηκε και από τα πρωτοσέλιδα του εύκολου πατριωτισμού, σύμφωνα με τα οποία «προκαλεί ο Ράμα», συχνά αποκόπτοντας και παρουσιάζοντας μεμονωμένες φράσεις ως το κύριο νόημα των δηλώσεων.
Για την αλήθεια των γεγονότων, ο Ράμα, σύμφωνα με τον συγγραφέα Γκασμέντ Καπλάνι τη μαρτυρία του οποίου εμπιστευόμαστε, απάντησε στην κριτική που του έκανε Αλβανός πολίτης στην προσωπική του σελίδα στο facebook. Ο πολίτης μεταξύ άλλων διαμαρτυρήθηκε επειδή το αλβανικό κράτος «δεν επενέβη» ενάντια στα συνθήματα των Χρυσαυγιτών που έλεγαν «φονιάδες Αλβανοί η Βόρεια Ήπειρος είναι ελληνική» και… «Το αίμα μας καλεί να σας κάψουμε Αλβανοί» (αυτά μέσα σε αλβανικό έδαφος!).
Ο Ράμα, πάντα κατά τον Γκ. Καπλάνι, απάντησε μεταξύ άλλων «το δικό μας κράτος δεν πολεμάει ούτε με νεκρόφιλους ούτε με προβοκάτορες σε κηδείες. Όποιος ήρθε για να προκαλέσει μπήκε, ντρόπιασε τη δική του χώρα και βγήκε». Και σε άλλο σημείο χαρακτήρισε όσους φώναξαν τέτοια συνθήματα «μίζερες υπάρξεις που βεβηλώνουν έναν νεκρό που υποτίθεται πως τιμούν και βεβηλώνουν την τιμή του δικού τους έθνους, που έχει δώσει τόσα πολλά στην ανθρωπότητα (..) ένα έθνος που οι Αλβανοί βρήκαν καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Η χώρα αυτή (Ελλάδα) όπως και κάθε χώρα έχει τη δυστυχία να έχει τα δικά της γουρούνια και γαϊδούρια».
Τα ανωτέρω πολύ απέχουν από το να αποδίδεται από την λαϊκιστική (και εκ του αποτελέσματος πατριδοκάπηλη) δημοσιογραφία, ότι ο Ράμα χαρακτήρισε συλλήβδην τους Έλληνες ως γουρούνια και γαϊδούρια, ή ως ύαινες και κοράκια. Και φυσικά δεν απαλλάσσουμε τον Ράμα για την σύνολη πολιτική του, ο οποίος ακολουθεί τη διαχρονική καταπιεστική πολιτική των αλβανικών εξουσιών – υπό όποιο καθεστώς – κατά της εθνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο (εντάξει, είναι Νότια Αλβανία κατά την… αγωνία του «διεθνιστή» Νίκου Φίλη, αλλά η ιστορική μας μνήμη την έχει διαφυλάξει με το πραγματικό της όνομα χωρίς αυτό να αποτελεί επιθετικό εθνικισμό.
Όπως και όταν ανακαλούμε στη μνήμη μας τις «χαμένες πατρίδες», δεν εννοούμε να πάμε να καταλάβουμε την Σμύρνη». Άλλωστε ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» χρησιμοποιήθηκε επίσημα τον Μάιο το 1914 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, και αφορούσε το αυτόνομο κράτος που τότε είχε δημιουργηθεί.
Η ελληνική μειονότητα έχει υποστεί τρομακτικές διώξεις και αφόρητα βίαιη καταπίεση προκειμένου να σβηστεί η εθνική της συνείδηση και να ενσωματωθεί στον αλβανικό εθνισμό. Παρόλα αυτά ανθίσταται ηρωικά, μαρτυρικά, και διατηρεί ανόθευτη την ελληνική της συνείδηση.
Όμως τα όποια προβλήματα δεν θα τα αντιμετωπίσουν οι «πατριώτες» της μιας μέρας, που πήγαν ασχημόνησαν και έφυγαν, ενώ οι Βορειοηπειρώτες θα παραμείνουν εκεί στις πατρογονικές εστίες και θα υφίστανται την αλβανική καταπίεση. Και τέτοιες συμπεριφορές θα επιτείνουν την επιθετικότητα των αλβανικών αρχών κατά της ομογένειας, ενώ οι ταξιδιώτες της μιας μέρας επέστρεψαν ήδη στην ασφάλεια του σπιτιού τους και θα έχουν να πουλάνε «εφέ» εθνικού τσαμπουκά στις παρέες τους. Όπου όμως παρεμβαίνουν αυτόκλητες ομάδες «πατριωτών», δρομολογούνται ανεξέλεγκτοι κίνδυνοι - με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις σημαίες στα Ίμια και όσα δυσμενή ακολούθησαν.
Καθόλου δεν εννοούμε ότι ο λαϊκός παράγοντας δεν έχει ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής και στην αλληλεγγύη προς ομοεθνείς που καταπιέζονται. Αλλά αυτή η αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται δια μέσου της εκλεγμένης κυβέρνησης. Εάν αυτή υπολείπεται σε ενδιαφέρον, κατανόηση, γνώση και εθνική ευαισθησία (πράγμα για το οποίο η παρούσα κυβέρνηση βεβαίως ελέγχεται), ο λαϊκός παράγοντας παρεμβαίνει με εκδηλώσεις και διαδηλώσεις προς αυτήν προκειμένου να την πείσει ή να την πιέσει σε αλλαγή πολιτικής της. Αυτό γίνεται εδώ όμως, όχι στην ξένη χώρα.
Ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός, έχοντας ζήσει στο πετσί του τις επιπτώσεις τέτοιων επεισοδίων, διατήρησε την ψυχραιμία του «σε ρόλο Αντιγόνης», όπως τονίζουν εκπρόσωποί του. Η ελληνική κυβέρνηση όμως εκώφευσε στα αιτήματα εκπροσώπων του (βορειοηπειρωτικών σωματείων) να τους δεχθεί κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την εκτέλεση.
Τα υπουργεία Εξωτερικών, Προστασίας του Ρουβίκωνα (συγνώμη του Πολίτη), και το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, απεμπόλησαν την ευκαιρία (και υποχρέωση) να ακούσουν και την διάσταση των γεγονότων όπως τη γνώριζαν οι βορειοηπειρώτες. Περιορίστηκαν να δεχτούν αυτή που τους διοχέτευσε η αλβανική αστυνομία, και ευπειθώς την αποδέχτηκαν.
Εν τέλει: Αν πρέπει να υψωθούν οι τόνοι για το βορειοηπειρωτικό, πρέπει να γίνει προς την ελληνική κυβέρνηση για την ψοφοδεή πολιτική της. Αλλά πρέπει να γίνει εδώ, όχι σε ξένο έδαφος όπου θα την πληρώσουν άλλοι.
Φωτογραφία: Intimenews