Ηγγικεν η ημέρα. Σήμερα ανοίγουν οι κάλπες σε 840 εκλογικά τμήματα καθ’ όλην την επικράτεια και το εξωτερικό (σε 11 χώρες), ως μια πρώτη έκφραση των πολιτών της κεντροαριστεράς, πολλοί εκ των οποίων δεν είναι μέλη, για μια πρώτη διαλογή υποψηφίων, που θα ολοκληρωθεί την επόμενη Κυριακή με την ανάδειξη προέδρου.
Είναι μια νεωτεριστική πρωτοτυπία (η ψήφος μη μελών που χρίζονται φίλοι), που καθιέρωσε ο Γιώργος Παπανδρέου και στην συνέχεια απέκτησε ισχύν... θεσμού. Δεν την κατανοούμε αλλά αυτό αφορά εμάς.
Ωστόσο αυτή η διαδικασία φαίνεται στην παρούσα συγκυρία να στράφηκε εναντίον του εμπνευστή της, αν κρίνουμε από τις τελευταίες καταγγελίες του ότι εξωθεσμικά κέντρα και η Δεξιά παρεμβαίνουν στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ. Δεν θεωρούμε ότι συμβαίνει, αλλά αν συμβαίνει, σε μια εσωκομματική διαδικασία όπου τον λόγο έχουν οι πολίτες δια της ψήφου των, οφείλεται στην κερκόπορτα που άνοιξε ο ίδιος.
(Κρίνουμε κάτι παλιό που έφτασε ως το σήμερα και καθορίζει την εκλογή. Δεν κρίνουμε το σήμερα για κανέναν από τους υποψηφίους, καθώς μέρα που είναι, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντιδεοντολογική παρέμβαση. Ό,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε, σήμερα τον λόγο έχουν οι ψηφοφόροι).
Ο ξαφνικός θάνατος της Φώφης, με την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ήταν η αρχική αιτία που έστρεψε τους προβολείς της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον του λαού προς το ΚΙΝΑΛ. Αλλά η συγκίνηση δεν διαρκεί επί πολύ. Και δεν καθορίζει πολιτικές επιλογές. Το ενδιαφέρον επανατροφοδότησε και η ξαφνική απόφαση του πρώην Προέδρου και πρωθυπουργού, να κατέβη υποψήφιος. Ο Παπανδρέου ως πρόσωπο προκαλεί είδηση με κάθε κίνησή του. Ενίοτε με αρνητικό τρόπο, αλλά προκαλεί.
Ωστόσο ο θάνατος της Φώφης είχε νομίζουμε, πολιτικό αποτέλεσμα. Κάπως απελευθέρωσε δυνάμεις. Δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι αλλάζει άρδην η επετηρίδα. Σαν όλα να ξεκινούν από την αρχή. Και φυσικά αυτό έγινε μέσα σε ένα ευνοϊκό για το ΚΙΝΑΛ κλίμα που συνθέτουν: Αφενός οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στον υγειονομικό χειρισμό της πανδημίας, αφετέρου η δημοσκοπική καθήλωση που υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω της προϊούσας απαξίωσής του.
Αν η κυβέρνηση αντιμετωπίζει δυσχέρειες επί του πεδίου, επί πραγματικών προβλημάτων, εκ των οποίων κάποια ανεξάρτητα και της δικής της δράσης, (πανδημία, ακρίβεια), ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε περαιτέρω σε σοβαρότητα και αξιοπιστία, με τις αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις του κατά την Φθινοπωρινή επανάκαμψη της πανδημίας. Έλεγε όχι απλώς για να πει όχι, ακόμη και αναιρώντας πρόσφατες δικές του θέσεις, σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά χρονικά δολιχοδρομία.
Το περίφημο ντιμπέϊτ μπορεί να ήταν, εκ της διαδικασίας, λειψό και αποστεωμένο από τη δυνατότητα οραματικού λόγου και κατάθεσης προγραμματικού σχεδίου. Μπορεί να μην έμεινε με κομμένη την ανάσα το πανελλήνιο, αλλά το παρακολούθησαν υπερδιπλάσιοι από όσους είχαν παρακολουθήσει το αντίστοιχο του 2017, τότε που παρακολουθήσαμε ένα μείγμα πολιτικής συζήτησης και συνέλευσης ΜΚΟ.
Και ο κόσμος αυτός διαπίστωσε ότι το ΚΙΝΑΛ, και στα χειρότερά του, έχει στελέχη που διαπνέονται από κοινή λογική, που μπορούν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο με τον οποίο διαφωνείς, αλλά διαφωνείς με επιχειρήματα στα δικά τους επιχειρήματα, και δεν τους καταλογίζεις ότι λένε ασυναρτησίες.
Οι προεκλογικές περιοδείες των υποψηφίων, προσείλκυσαν για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια, αξιοπρόσεκτη συμμετοχή για τα δεδομένα των καιρών. Των καιρών του φόβου για την πανδημία, της ιδιώτευσης στην οποία έστειλε τον κόσμο με την αποτυχία του ο ΣΥΡΙΖΑ, της παγιωμένης αίσθησης ότι «όλοι Ίδιοι είναι», και - κυρίως - της ενοχικής στάσης που είχαν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ, επειδή επί της δικής τους διακυβερνήσεως μπήκε η χώρα στα μνημόνια.
Σε αυτές τις ανά τη χώρα συγκεντρώσεις, οι ενεργοί οπαδοί του ΠΑΣΟΚ έβλεπαν πρώην ψηφοφόρους του, ακόμη και πρώην «συντρόφους τους» (για να θυμηθούμε την παλαιοπασοκική δανεική εκ της Αριστεράς προσφώνηση) να εμφανίζονται με αιδήμονα συμπεριφορά, για να ακούσουν τους υποψηφίους.
Μια ακόμη, αλλά όχι ισχυρή, πηγή αισιοδοξίας στο ΚΙΝΑΛ, για την εν δυνάμει αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, εδράζεται στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, Σε μια σειρά χωρών σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κυβερνούν ή συγκυβερνούν, μετά την υποχώρηση του λαϊκίστικού κύματος - το οποίο δεν είναι σίγουρο ότι είναι οριστικό.
Ατεκμηρίωτη αισιοδοξία βέβαια, γιατί δεν είναι επίσης σίγουρο ότι ο ελληνικός λαός εναρμονίζεται στην ίδια συχνότητα με τους ευρωπαϊκούς. Έτυχε το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ αλλά τότε ήταν και άλλοι οι ηγέτες ( Ανδρέας, Μιττεράν, Σάντσεθ, Πάλμε κ.α.). Και τότε σε κλειστές οικονομίες, οι ηγέτες βασίζονταν στην εύκολη πολιτική της αναδιανομής. Τώρα στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να δημιουργήσουν πλούτο και να πείσουν ότι θα δημιουργήσουν πλούτο, πριν τον μοιράσουν.
Πάντως ούτε ως χιούμορ δεν μπορούν να εκληφθούν κάποιοι ευσεβείς πόθοι, ότι το ΚΙΝΑΛ, το ΠΑΣΟΚ δηλαδή, θα μπορούσε να ανακάμψει και να ανακτήσει την παλιά του ρώμη.
Εκείνο που δικαιούνται να προσδοκούν είναι κάποια άνοδο των ποσοστών τους, ώστε να αποκτήσουν οντότητα, να επηρεάζουν κυβερνητικές αποφάσεις με την ψήφο τους επί των νομοσχεδίων, και γιατί όχι, να επηρεάσουν κυβερνητικές συνθέσεις. Έτσι και αλλιώς ο ντούρος δικομματισμός έχει παραδώσει πνεύμα.