Του Ιωάννη Αθ. Μπαλτζώη*
Η μάχη για την προεδρία των ΗΠΑ συνεχίζεται με σφοδρότητα από τους δύο μονομάχους, την Χίλαρι Κλίντον για το Δημοκρατικό κόμμα, πρώην Πρώτη Κυρία, πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και πρώην ΥΠΕΞ και τον δισεκατομμυριούχο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα τον Ντόναλντ Τράμπ, για το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Πλησιάζοντας στο τέλος της προεκλογικής εκστρατείας και ένα μήνα περίπου πριν τις εκλογές, οι δύο υποψήφιοι κάνουν τις τελευταίες τους προσπάθειες, προσπαθώντας να πάρουν με το μέρος των έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στην πολιτική και οικονομική ζωή των ΗΠΑ, το πανίσχυρο AIPAC (American Israel Public Committee) και τις ψήφους των Αμερικανο-Εβραίων. Και τούτο διότι γνωρίζουν ότι η στήριξη των ανωτέρω λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος, λόγω της σημαντικής των θέσης και της γενικότερης επιρροής των σε πολλούς τομείς της δημόσιας και οικονομικής ζωής των ΗΠΑ.
Στρατιωτική Συμφωνία Μαμούθ
Πρώτος άρχισε ο πρόεδρος Ομπάμα, που έχει αναλάβει εργολαβικά την βοήθεια της πρώην ΥΠΕΞ του, της Χίλαρι Κλίντον, με μια συμφωνία – μαμούθ, για στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ισραήλ. Έτσι την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τομ Σάνον και ο Ισραηλινός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Γιάκομπ Νάγκελ υπέγραψαν την στρατιωτική συμφωνία. Η συμφωνία προβλέπει πακέτο βοήθειας 38 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ουάσινγκτον προς το Ισραήλ, για τα επόμενα δέκα χρόνια. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσφορά στρατιωτικής βοήθειας προς οποιαδήποτε χώρα σε όλη την αμερικανική ιστορία. Αποτελεί δε υπενθύμιση της σταθερής προσήλωσης των ΗΠΑ στην ασφάλεια του Ισραήλ, όπως τόνισε η Αμερικανίδα σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Σούζαν Ράις. Η συμφωνία φαίνεται ότι προσπαθεί να κλείσει μια περίοδο έντονων διακυμάνσεων, διαφοροποιήσεων και έντονων αμφισβητήσεων (σε θέματα εξωτερικής πολιτικής) στις Αμερικανοϊσραηλινές σχέσεις για θέματα όπως το Παλαιστινιακό και ιδιαίτερα η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία διαφωνούν κάθετα και έδειξαν την μεγάλη τους αντίθεση και ενόχληση ποικιλοτρόπως.
Ένα άλλο γεγονός, με ιδιαίτερη σημασία αφορά (μετά από πολύ καιρό) την συνάντηση στην Νέα Υόρκη στα τέλη Σεπτεμβρίου του πρόεδρου Ομπάμα και του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, οι σχέσεις των οποίων υπήρξαν τεταμένες και θα λέγαμε μάλλον όχι φιλικές όπως συνηθίζεται μεταξύ των αρχηγών κρατών των δύο χωρών, σχεδόν σε όλη την θητεία του προέδρου Ομπάμα. Οι δύο ηγέτες και ιδιαίτερα ο Ομπάμα επιχείρησαν να αμβλύνουν τις διαφορές τους σε σαφώς πιο εγκάρδιο κλίμα απ' ότι συνήθως. «Οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ είναι αναλλοίωτες. Η ασφάλεια του Ισραήλ είναι σημαντική για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής», είπε ο χαμογελαστός Ομπάμα. Αναφερόμενος στην ζωή του μετά τον προεδρία, ο Μπαράκ Ομπάμα υποσχέθηκε ότι θα επισκέπτεται συχνά το Ισραήλ «καθώς είναι μια υπέροχη χώρα με υπέροχους ανθρώπους». Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ «ήταν πάντοτε ειλικρινής με εμάς» πρόσθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος χαμογελώντας και ήταν μια έμμεση αναφορά στις εντάσεις που επισκίασαν τις σχέσεις τους. «Η συμμαχία μας εξελίχθηκε δεκαετία με δεκαετία με τη συμβολή πολλών προέδρων» υπογράμμισε από την πλευρά του ο Νετανιάχου και συνέχισε λέγοντάς του ότι «θα είναι πάντα καλοδεχούμενος στο Ισραήλ», φυσικά ως πολίτης πλέον και όχι ως Αμερικανός πρόεδρος.
Τραμπ και Αδιαίρετη Ιερουσαλήμ!!
O Τραμπ από την δική του πλευρά έπρεπε να κάνει κάτι πολύ δυνατό, κάτι πολύ ηχηρό που θα κέρδιζε τις καρδιές των Εβραίων απανταχού της γης. Και τι άλλο από το εστιάσει στην εθνική συνείδηση και δη στην «μεγάλη εθνική ιδέα», που υπαγορεύεται από τα Ιερά Βιβλία, τις Προφητείες και τις παραδόσεις των Εβραίων και έχει σχέση με την «Ιερή» Πόλη της Ιερουσαλήμ, την μήτρα της Εβραϊκής συνείδησης! Έτσι μετά την συνάντηση Νετανιάχου – Τραμπ στις 25 Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη ο μεγιστάνας υποψήφιος δήλωσε ότι μια αμερικανική κυβέρνηση υπό τον ίδιο θα αναγνώριζε την Ιερουσαλήμ ως την αδιαίρετη πρωτεύουσα του Κράτους του Ισραήλ!! «Ο Τραμπ αναγνώρισε ότι η Ιερουσαλήμ είναι η αιώνια πρωτεύουσα του εβραϊκού λαού εδώ και περισσότερα από 3.000 έτη κι ότι οι ΗΠΑ, υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ, θα αποδεχθούν τελικά την εξουσιοδότηση που έδωσε προ πολλού το Κογκρέσο περί αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως της αδιαίρετης πρωτεύουσας του Κράτους του Ισραήλ» διευκρίνισε το επιτελείο του μεγιστάνα σε ένα δελτίο τύπου που εξέδωσε. Τονίζουμε την λέξη αδιαίρετη, γιατί αυτό είναι το κλειδί και το καυτό σημείο για την λύση του Παλαιστινιακού. Σε όλα τα άλλα τα θέματα μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση των στόχων κάθε πλευράς, στο θέμα της αδιαίρετης Ιερουσαλήμ, οι Εβραίοι είναι ανυποχώρητοι. Εξηγούμαστε!!Το θέμα αυτό είναι από τα πιο δύσκολα για την επίλυση του Παλαιστινιακού και ένα από τα σημεία τριβής των δύο πλευρών. Το Ισραήλ είχε καταλάβει το 1948, κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας του την Δυτική Ιερουσαλήμ και την ανακήρυξε πρωτεύουσά του το 1949, ενώ την Ανατολική Ιερουσαλήμ την κατέλαβε η Ιορδανία. Στον πόλεμο όμως των έξη ημερών το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, την οποία η διεθνή κοινότητα από τότε την θεωρεί ως κατεχόμενο τμήμα της Παλαιστίνης. Για τον λόγο αυτό κανένα κράτος ως σήμερα δεν αναγνωρίζει την Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα του Ισραηλινού κράτους και όλες οι πρεσβείες, ακόμη και των ΗΠΑ ευρίσκονται στο Τελ Αβίβ, ενώ στην Ιερουσαλήμ ευρίσκεται η Ισραηλινή κυβέρνηση, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλες οι Ισραηλινές δημόσιες υπηρεσίες. Το δε Ισραήλ εμμένει και επιμένει ότι η Ιερουσαλήμ είναι ενιαία και αδιαίρετη.
Ποια η καλύτερη προσφορά
Εκτιμώντας τις δύο προσφορές προς το Εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ και τους Εβραίους ψηφοφόρους από τους δύο υποψηφίους, θεωρούμε ότι η προσφορά Τραμπ είναι κολοσσιαίας σημασίας για όλους τους Εβραίους και ιδιαίτερα την Εβραϊκή εθνική αντίληψη, πολύ μεγαλύτερης οιουδήποτε χρηματικού ποσού προς το Ισραήλ, αλλά πρακτικά είναι αδύνατον να υλοποιηθεί, διότι οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τον Αραβικό κόσμο θα είναι κατακλυσμιαίες. Εκτιμούμε ότι θα είναι πολύ δύσκολο για την Αμερικανική εξωτερική πολιτική να αγνοήσει πλήρως τον παράγοντα «αντιδράσεις Αραβικού κόσμου» και να προχωρήσει σε τέτοια επιλογή, που κανείς πρόεδρος των ΗΠΑ δεν τόλμησε όχι να εφαρμόσει, αλλά ούτε καν να προτείνει.
Από Ισραηλινής πλευράς απαιτείται πολιτική γενναιότητα από την ηγεσία του για να δεχθεί λύση με μια Ιερουσαλήμ διαιρεμένη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, που και αυτοί την διεκδικούν για πρωτεύουσά των!!
Μόνο κατά την συνάντηση του Καμπ Ντέιβιντ το 2000, για την οριστική επίλυση του Παλαιστινιακού, μεταξύ Μπιλ Κλίντον, Γιάσερ Αραφάτ και Εχούντ Μπαράκ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός πρότεινε να δοθεί στους Παλαιστινίους η Ανατολική Ιερουσαλήμ για να γίνει πρωτεύουσά των, με την ονομασία Αλ Κουντς. Δυστυχώς όμως ο Αραφάτ έκανε το κορυφαίο λάθος για το Παλαιστινιακό ζήτημα και δεν δέχθηκε την συμφωνία. Μάλιστα ο ίδιος ο Εχούντ Μπαράκ είπε στον Αραφάτ ότι αυτή είναι μοναδική ευκαιρία για τους Παλαιστινίους, ο ίδιος δεν ξέρει αν τελικά θα πείσει την Κνεσέτ να περάσει αυτό το θέμα και ίσως να έχει την τύχη του πρώην πρωθυπουργού Γιτζάπ Ράμπιν, που δολοφονήθηκε από εθνικιστή Εβραίο μετά την συμφωνία με τους Παλαιστινίους. Έτσι το ερώτημα που παραμένει πλέον είναι ποιος έπεισε περισσότερο. Οπότε ας περιμένουμε την 8η Νοεμβρίου 2016 για να δούμε ποιος πήρε με το μέρος του το πανίσχυρο AIPAC και τις Εβραϊκές ψήφους.
* Ο κ. Ιωάννης Αθ. Μπαλτζώης είναι Αντγος (ε.α.) , πρώην ΑΚΑΜ Τελ Αβίβ, Μεταπτυχιακό στην Γεωπολιτική Ανάλυση του Καποδιστριακό Πανεπιστημίου Αθηνών