Τα Τέμπη έχουν «ραγίσει» την παγωμένη επί χρόνια πολιτική εικόνα, η Ν.Δ εμφανίζει σοβαρές, αλλά όχι δραματικές φθορές και η επίτευξη της αυτοδυναμίας φαίνεται να δυσκολεύει, χωρίς να ακυρώνεται ως δυνατότητα.
Τα ευρήματα και των έξι δημοσκοπήσεων μετά το δυστύχημα των Τεμπών (Marc, GPO, MRB, Prorata, Pulse, Metron Analysis) καταλήγουν πάνω - κάτω στην ίδια εικόνα: Η ΝΔ παραμένει πρώτη με σοβαρές φθορές, συντηρώντας μια διαφορά 3% με 5,8%, όταν πριν την τραγωδία, αυτή κυμαίνονταν μεταξύ 6% -7,5%. Έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, αλλά διατηρεί καθαρό προβάδισμα.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει, το δε, ΠΑΣΟΚ εμφανίζει απώλειες. Στην ουσία, οι απώλειες στα τρία κόμματα που έχουν κυβερνήσει την χώρα είναι αναλογικά σε σχέση με τις δυνάμεις τους οι ίδιες και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο εύρημα και ένα μήνυμα.
Στην πραγματικότητα ο «αντισυστημισμός» που ανέδειξε η τραγωδία των Τεμπών δεν εκφράζει μόνο την κοινωνική οργή γι' αυτό καθ' εαυτό το ατύχημα, αλλά κυρίως μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος. Εκφράζεται απέναντι σε μια κατάσταση και στο αίτημα αυτή να μην ξανασυμβεί.
Είναι μεταξύ άλλων πολίτες που ζητούν βαθιές αλλαγές, που είναι οργισμένοι επειδή θεωρούν ότι το Κράτος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί για την ασφάλειά τους και οι οποίοι χαρακτηρίζουν με αυξημένα ποσοστά το πολιτικό σύστημα και τη διαφθορά ως σημαντικά προβλήματα. Εκτός από τη τυφλή οργή, υπάρχει και η οργή όσων ανησυχούν για την πορεία της χώρας, την σταθερότητά της και αυτοί μπορεί να αποβούν στον καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης των τελικών πολιτικών συσχετισμών.
Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί παρά την αγανάκτηση, δεν έχουμε προς το παρόν τουλάχιστον, αλλαγή των πολιτικών ισορροπιών, ανατροπές και κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού, παρά μόνο ενίσχυση της «γκρίζας ζώνης». Ένα μεγάλο διακύβευμα δεν είναι πια πώς θα επιμεριστούν οι ζημιές μεταξύ των μεγάλων κομμάτων, αλλά πως δεν θα διακυβευτεί παραπέρα η εμπιστοσύνη προς το Πολιτικό Σύστημα.
Δείτε τα υψηλά ποσοστά 16%-18% που συγκεντρώνει πλέον η κατηγορία «γκρίζα ζώνη». Δείτε επίσης τα υψηλότερα ποσοστά που συγκεντρώνουν στην παρούσα συγκυρία, τα πιο μικρά κόμματα (Κ.Κ.Ε, Ελληνική Λύση, Μέρα 25) και όσα σήμερα είναι εκτός Βουλής, κινούμενα στα ακροδεξιά και τα ακροαριστερά. Εμφανιζόμενο ως η πιο καθαρή αντισυστημική λύση, το κόμμα Κασιδιάρη φαίνεται να διατηρεί αν δεν αυξάνει τις δυνάμεις του. Αν του απαγορευτεί τελικά η κάθοδος στις εκλογές, με απόφαση του Άρειου Πάγου, οι έρευνες δείχνουν ότι μπορεί τμήμα των ψηφοφόρων του να ψηφίσει Ελληνική Λύση, ίσως γιατί την αισθάνονται ως την πιο κοντινή λύση ή ΣΥΡΙΖΑ για λόγους τιμωρητικούς προς την Ν.Δ. Η τελευταία, όπως και το ΠΑΣΟΚ, βρίσκονται έξω από τις επιλογές τους.
Γιατί τα ποσοστά που χάνει η ΝΔ μετακομίζουν στην «γκρίζα ζώνη» και όχι στον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια μια στρατηγική που οδήγησε ευρύτατα τμήματα του Κέντρου και της Μεταρρυθμιστικής Αριστεράς να του έχουν κλείσει τη πόρτα. Εχει χάσει την δυνατότητά του να πείθει τους θεσμικούς και να γίνεται ελκυστικός στους αντισυστημικούς. Από την μεριά του το ΠΑΣΟΚ μέσα στην απροσδιοριστία της στρατηγικής του αδυνατεί να πει κάτι νέο, σύγχρονο και δυναμικό, χωρίς να ξεχνιέται το γεγονός ότι έχει κυβερνήσει την χώρα τα μισά χρόνια της Μεταπολίτευσης. Επίσης, ας μη ξεχνάμε ότι όλες οι έρευνες δείχνουν ως βασικό υπεύθυνο για την τραγωδία πρώτα όλες τις Κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και μετά τη σημερινή.
Βρισκόμαστε σε μια κινούμενη άμμο και το ερώτημα είναι: Μπορεί να μαζευτούν οι φθορές; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η Ν.Δ πιθανώς να καταφέρει να μαζέψει σημαντικό τμήμα των απωλειών της υπό τέσσερις προϋποθέσεις: Σωστή διαχείριση της κρίσης, εμφάνιση γρήγορων αντανακλαστικών, γρήγορη απονομή ευθυνών αλλά και πρωτοβουλίες που θα απαντούν στο θέμα που έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, την αντιμετώπιση των παθογενειών του Κράτους και των ιδιαίτερα σπάταλων και παρασιτικών ζωνών του. Εφόσον δηλαδή εμφανιστεί έστω και την ύστατη στιγμή ως η δύναμη που μπορεί «να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα», ως η δύναμη που μπορεί να φέρει αλλαγή σε αντιλήψεις και πρακτικές της αναξιοκρατίας.
Της επιτρέπει να συντηρεί ελπίδες ανάκαμψης και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Το γεγονός ότι στην πορεία προς τις εκλογές η αντιπαράθεση δεν θα είναι μονοθεματική. Οι πολίτες κάνουν πάντα τον δικό τους απολογισμό που περιλαμβάνει όλα όσα έζησαν στην προηγούμενη περίοδο. Θα κάνουν συγκρίσεις, θα πειστούν ή όχι από τις εξαγγελίες των κομμάτων και έτσι θα ψηφίσουν.
Ποια είναι τα βασικά κριτήρια; Καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν η γενική αίσθηση για την πορεία της χώρας, η Οικονομία, η αντιμετώπιση της ακρίβειας και το πρόσωπο του αρχηγού, δηλαδή του Πρωθυπουργού. Αυτή την στιγμή, αν και οι φθορές στα ποσοστά της Ν.Δ κατανέμονται για πρώτη φορά αντίστοιχα και στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, η απάντηση στο ερώτημα «ποιόν εμπιστεύονται περισσότερο στην διαχείριση των κρίσιμων θεμάτων», η απάντηση «Κυβέρνηση Ν.Δ με Πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη» φαίνεται να υπερτερεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη διαφορά της απάντησης «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με Πρωθυπουργό τον Α. Τσίπρα».
Η διαφορά είναι λιγότερο ή περισσότερο μεγάλη σε θέματα όπως ασφάλεια της χώρας/ εξωτερική πολιτική, Οικονομία / Ανάπτυξη, εγκληματικότητα, Μεταναστευτικό, ακρίβεια, αλλά και στα θέματα αντιμετώπισης των προβλημάτων στο Κράτος και στους θεσμούς. Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Α. Τσίπρας φαίνεται να προηγούνται έστω με μικρή διαφορά σε θέματα όπως στήριξη πιο ευπαθών οικονομικά ομάδων, κοινωνικά ζητήματα κ.λ.π. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει ψαλιδισμένο αλλά σαφές προβάδισμα στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός, με διαφορά μεγαλύτερη από αυτή που εμφανίζεται στην πρόθεση ψήφου.
Ο χρόνος μέχρι τις εκλογές δείχνει λίγος αλλά είναι πολύ πυκνός. Η ικανότητα διαχείρισης της κρίσης από την Κυβέρνηση αλλά και η ικανότητα που θα δείξουν τα άλλα κόμματα να ξεπεράσουν τα δικά τους δεσμά, θα καθορίσει τι θα συμβεί στις δεύτερες. Σε αυτό το ρευστό τοπίο βρισκόμαστε. Η προοπτική της αυτοδυναμίας έχει πληγωθεί. Στον ορίζοντα υπάρχει πλέον η δυναμική κυβερνήσεων συνεργασίας. Αλλά στην Ελλάδα εύκολα μιλάς για συνεργασίες, όμως δύσκολα βρίσκεις δύο συνομιλητές που θα δεχτούν να συγκυβερνήσουν στην βάση ενός σοβαρού προγράμματος και ενός αποτελεσματικού μοντέλου εξουσίας.