Κάθε μέρα που περνά, ο κίνδυνος διάδοσης της πανδημίας μεγαλώνει. Το ίδιο όμως ενισχύεται το οπλοστάσιο της χώρας για την αντιμετώπιση του διπλού κινδύνου: δημόσιας υγείας και οικονομικής κατάρρευσης.
Σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία η Ελλάδα έχει δύο νίκες αλλά και μία ήττα. Πρώτη νίκη, σημαντική επειδή επηρέασε την επόμενη, η κυβέρνηση υποστηριζόμενη από επιστήμονες υψηλού κύρους κινείται υποδειγματικά και ήδη δέχθηκε τα εύσημα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο χαρακτήρας, ψύχραιμος και αποφασιστικός, του πρωθυπουργού επηρεάζει καθοριστικά τις αποφάσεις, όπως το θέλει η συνταγματική τάξη, χωρίς λαϊκίστικους υπολογισμούς.
Δεύτερον, καταργήθηκαν δύο ανόητοι και επικίνδυνοι περιορισμοί που είχε αποδεχθεί η κυβέρνηση Τσίπρα. Ο ένας αφορούσε την πληρωμή των τόκων επί του χρέους με επαχθέστατους φόρους· το περίφημο «πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%». Η κατάργηση θα επεκταθεί και στο 2021, αφού μπορούμε να πληρώσουμε από το τελευταίο δάνειο του τρίτου μνημονίου.
Ο δεύτερος περιορισμός αφορούσε την καταργημένη πλέον εξαίρεση των ελληνικών τραπεζών από τη φθηνότατη ρευστότητα (QΕ). Ο σωστός συνδυασμός μεταξύ Μητσοτάκη και Στουρνάρα έφερε αποτέλεσμα, χωρίς κανέναν όρο πρόσθετων μέτρων, όπως «τρομοκρατούσε» η αντιπολίτευση. Ακόμη καλύτερα, με την απόφαση του Eurogroup για την ενεργοποίηση της ρήτρας «εκτάκτου ανάγκης», στο Σύμφωνο Σταθερότητας, ο κ. Σταϊκούρας μπορεί να πάει σε ελλειμματικό προϋπολογισμό. Ο κ. Τσίπρας ήταν και πάλι πίσω από τις εξελίξεις. Εισηγήθηκε δαπάνη 150 εκατ. όταν η κυβέρνηση ρίχνει μεμιάς στη μάχη πακέτο 10 δισεκατομμυρίων και επιφυλάσσεται να κάνει «ό,τι χρειαστεί». Ο προϋπολογισμός γίνεται ελλειμματικός, στα περιθώρια του Μάαστριχτ (μέχρι στιγμής). Οταν θα προστεθούν οι απαραίτητες ενισχύσεις των τραπεζών στη ρευστότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς θα αρχίσει η απορρόφηση της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η Ελλάδα θα έχει ρίξει στην οικονομία πάνω από 20 δισεκατομμύρια και μάλιστα στην αρχή της κρίσης. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η ζημιά θα περιοριστεί.
Η αντιπολίτευση υποστηρίζει (ευτυχώς!) τα κυβερνητικά μέτρα, με μόνη κριτική το «βάλε κι άλλα». Χάνει την ευκαιρία να σιωπήσει, αφού το μόνο εμπόδιο που συνεχίζει να τυραννά τη χώρα είναι όσα καταστροφικά έπραξε στην κυβερνητική της θητεία. Ζητεί μάλιστα να χρησιμοποιηθεί χρήμα από τα άλλα 20 δισ. του «μαξιλαριού», όταν είχε δεσμεύσει τη χώρα ενώπιον του Eurogroup ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί ποτέ να τα… αγγίξει! Κατακεραύνωνε μάλιστα όποιον κατέγραφε την εν λόγω ανοησία, λέγοντας ότι αποτελούν την εγγύηση για την «έξοδο στις αγορές». Διαπιστώνεται σήμερα ότι οι «αγορές» δεν έδωσαν δεκάρα τσακιστή για την περίφημη αυτή ασπίδα, στέλνοντας την απόδοση του ελληνικού ομολόγου στο 4% (από ούτε 1%) μέσα σε λίγες ώρες. Αντιθέτως, η υπαγωγή μας στο QE μείωσε σε ελάχιστο χρόνο το περιθώριο (spread) έναντι του γερμανικού ομολόγου αναφοράς.
Υπάρχει όμως και μία ήττα: Συνταξιούχοι και νέες ηλικίες κυκλοφορούν (κατά πλειονότητα…) με επιδεικτική άγνοια κινδύνου. Ενώ είναι οι δύο κύριες κατηγορίες του πληθυσμού που οφείλουν να τηρήσουν την πολύτιμη οδηγία «Μένουμε σπίτι». Οφείλουν να σκεφτούν ωριμότερα. Να βοηθήσουν όσους ακόμη εργάζονται και πρέπει να συνεχίσουν να το κάνουν με κάθε τρόπο, ώστε να μείνει όρθια η χώρα και, το κυριότερο, οι άνθρωποί της. Καλό κουράγιο!
*Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής (Ν.Δ.)
**Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 21/3