Ψάχνουν με μεγεθυντικό φακό και τραβούν με το… τσιγκέλι παρασπονδίες για να τις παρουσιάσουν ως σκάνδαλα. Ξεκινάμε από το ελαφρύτερο: Χθες ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε ανακοίνωση κατακεραυνώνοντας τον βουλευτή της ΝΔ για Δημήτρη Καιρίδη για «σεξιστικό οχετό» σε βάρος της βουλευτού (βουλεύτριας κατά το new speak ΣΥΡΙΖΑ) Δώρας Αυγέρη. Καλεί δε «την κυβέρνηση και το κόμμα της ΝΔ» να καταδικάσει άμεσα «την άθλια σεξιστική συμπεριφορά» του - κακώς δεν ζήτησε την … διαγραφή του.
Ποιος ήταν ο «σεξιστικός οχετός» Καιρίδη; Είπε ότι η βουλευτής κατά το διάλλειμα της βραδινής τηλεοπτικής εκπομπής που συμμετείχαν, ήταν «γλυκιά κυρία», ενώ στη διάρκεια της εκπομπής, έδινε «παράσταση»! Τέτοιος ήταν ο άθλιος σεξιστικός οχετός!
Δεν αντιλέγουμε ότι ο χαρακτηρισμός Καιρίδη ήταν αντιδεοντολογικός. Ίσως οφείλεται στην πολιτική του απειρία, καθότι δεν έχει εγκολπωθεί τη νοοτροπία του επαγγελματία πολιτικού, και τα αναγκαία κατά συνθήκην ψεύδη που τη συνοδεύουν. Το αντιδεοντολογικό δεν αφορά τον χαρακτηρισμό περί «γλυκιάς κυρίας». Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί και ως κομπλιμέντο από ένα άλλο κόμμα που δεν ερμηνεύει την αστική ευγένεια ως πατριαρχία και σεξισμό).
Αφορά στην «παράσταση» που καταλόγισε στην Αυγέρη. Με αυτόν τον χαρακτηρισμό έμμεσα - και ανεπίτρεπτα - απομείωσε τις πολιτικές θέσεις της βουλευτού. Ήταν λάθος του γιατί όλοι στα τηλεπαράθυρα - και ο ίδιος - πολιτική παράσταση δίνουν (ο Καμπουράκης ως τηλεοπτικός οικοδεσπότης θα είχε να μας διηγηθεί πολλά).
Όμως η πολιτική αντιπαράθεση δεν αποκλείει την ευγένεια ή και τη φιλία των πολιτικών εκτός των πάνελ. Ακόμη και το να πίνουν μαζί καφέ και να αστειεύονται στο καφενείο της Βουλής, όπως τους βλέπουν συχνά οι δημοσιογράφοι. Οι οποίοι δημοσιογράφοι, ασχέτως αν κάνουν σκληρή κριτική στους πολιτικούς, δεν παύουν να έχουν καλές κοινωνικές σχέσεις μαζί τους (εκτός των πολιτικών που είναι αντικοινωνικοί, αναιδείς Πολάκηδες). Δεν είναι ψευδής παράσταση αυτό. Είναι διαχωρισμός ρόλων και υποχρεώσεων.
Επίσης έχουν επιδοθεί εναγωνίως να αναδείξουν κάθε απευθείας ανάθεση ως σκάνδαλο. Ενδεχομένως να υπήρξαν παρασπονδίες που πρέπει με ψυχραιμία να διερευνηθούν. Για ελληνική πολιτική μιλάμε ( που ακόμη και τα αδέρφια Τσίπρα σε μια παράξενη υπόθεση, κατηγορήθηκαν ότι παρουσίασαν πλαστή ασφαλιστική ενημερότητα για να αναλάβουν δημόσιο έργο. Και τότε η ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, που τόσο έχει κατακρεουργηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ για σκάνδαλα, κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου).
Όμως στοχοποίησαν ακόμη και τον Πιερρακάκη. Ουδείς βέβαια υπεράνω υποψίας, αλλά όταν οι αναθέσεις (2% των συνολικών αναθέσεων του υπουργείου), έγιναν υπό το εξαιρετικά επείγον κλίμα της πανδημίας, καθώς υπήρξε αγώνας ταχύτητας να δημιουργηθούν οι αναγκαίες εφαρμογές (που αν ακολουθούσαν τη γραφειοκρατική διαδικασία του δημοσίου θα χρειαζόταν εξάμηνο), δημιουργείται η απορία: Δεν καταλαβαίνουν πως τέτοιες καταγγελίες δεν πιάνουν γατί αντιστρατεύονται την κοινή λογική; Μάλλον όχι. Πέραν του ότι ποτέ δεν τους χαρακτήριζε η κοινή λογική, τώρα τους πιέζει η απελπισία της δημοσκοπικής καχεξίας.
Αλλά το πλέον σοβαρό είναι ότι ο Τσίπρας κατέθεσε επίκαιρη ερώτηση στον Μητσοτάκη, ισχυριζόμενος ότι «δημοσιεύματα» (δημοσιεύματα όχι η Δικαιοσύνη) αναφέρουν πως το «παράνομο λογισμικό Predator «ήρθε στη χώρα για λογαριασμό της κυβέρνησης». Φευ δεν ανέφερε ποίων ΜΜΕ ήταν τα δημοσιεύματα, για να διαφανεί η πολιτική τους συνάφεια (αφού δεν τους βγήκαν οι «παιδοβιαστές», καθώς βρέθηκαν και δικοί τους στο «ευγενές» κύκλωμα, το γύρισαν ξανά στις υποκλοπές).
Βέβαια η επίκαιρη ερώτηση δεν είναι αθώα. Ενέχει δυναμική επικίνδυνης θεσμικής μεθόδευσης, αφού καλεί τον Μητσοτάκη «να απαντήσει εάν θα συνεχίσει η κυβέρνηση να επικαλείται το απόρρητο κι εάν θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές με «ενεργό» το κέντρο που διενεργεί τις παρακολουθήσεις» (ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει).
Έμμεσα με αυτή την ερώτηση δημιουργεί προϋποθέσεις αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος στην περίπτωση που τα ποσοστά προσεγγίσουν, αλλά είναι υπέρ της ΝΔ. Και έχει δίκιο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος που το εξέλαβε έτσι, αλλά δεν είναι πρωτοφανές.
Πριν κάνα εξάμηνο, βλέποντας αναρτήσεις φιλο-συριζαίικων λογαριασμών στο twitter είχαμε διατυπώσει την υποψία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν τα ποσοστά συγκλίνουν, θα αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα ως υποκλοπή της λαϊκής επιλογής (κάτι που προς τιμήν του και άσχετα με τα άλλα «στραβά» του), δεν έκανε ο Κώστας Καραμανλής το 2.000, όταν οι ΝΔτες βγήκαν και πανηγύριζαν στους δρόμους για την εκλογική νίκη και στη συνέχεια υπέστησαν ψυχρολουσία).