Το φαινόμενο της παραποίησης της πραγματικότητας και της αξιοποίησης της για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους δεν είναι κάτι νέο στην διεθνή και την ελληνική πολιτική σκηνή, έχει όμως λάβει πλέον καινούργια χαρακτηριστικά, ιδιότητες, τρόπο χρήσης και εξάπλωσης και αντίστοιχα αντιμετώπισης, εμφανιζόμενο μέσα από τον καινοτόμο όρο μετά-αλήθεια, αναφέρει σε έκθεσή του για το Δίκτυο ο Γιώργος Παπούλιας.
Σύμφωνα με την έκθεση, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 2000 και κυρίως από το 2010 και μετά, οπότε άρχισαν να γίνονται αισθητές οι οικονομικές επιπτώσεις και επιβαρύνσεις από τα μέτρα λιτότητας που λάμβανε η ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο των δανειακών της υποχρεώσεων, παρατηρείται η ανάπτυξη ενός ευρέως κύματος λαϊκισμού. Πολιτικές δυνάμεις από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού άξονα δεξιά-αριστερά, προτάσσοντας οξύ πολιτικό λόγο, αρκετές φορές και ακραίο, επιχειρούν να καρπωθούν την κοινωνική αγανάκτηση και δυσφορία από τα οικονομικά μέτρα (περικοπές μισθών και συντάξεων, πρόσθετη φορολόγηση κλπ). Στην προσπάθεια αυτή για άντληση πολιτικού οφέλους, οι λαϊκίστικες πολιτικές δυνάμεις ανέπτυξαν θεωρίες μετά-αλήθειας επιχειρώντας να χειραγωγήσουν το θυμικό των πολιτών σε δύο κυρίως επίπεδα: 1) Στην άμεση απόδοση των ευθυνών για την οικονομική κρίση σε συγκεκριμένους πολιτικούς αντιπάλους και «διεθνείς κύκλους», φτάνοντας ορισμένες φορές στο «μεταφυσικό» συμπέρασμα πως η κρίση ήταν …τεχνητή και προκλήθηκε από τον τρόπο ανάγνωσης των στατιστικών στοιχείων των δημοσίων οικονομικών (!) και 2) στην δημιουργία κλίματος κοινωνικής εξαθλίωσης, προκειμένου να δικαιολογηθούν ακραίες πολιτικές πρακτικές και συμπεριφορές που θα μεγιστοποιούσαν την πολιτική επιρροή ακραίων δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα.
Η παρούσα μελέτη του Γ. Παπούλια έχει ως στόχο την εννοιολογική προσέγγιση και κατανόηση του φαινομένου μέσα από το ιστορικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο ανάλυσης του.
Στη συνέχεια γίνεται η πρακτική παρουσίαση του φαινομένου, με συγκεκριμένα παραδείγματα εμφάνισης του στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και στο βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ε.Ε.
Ειδική αναφορά γίνεται και στην συμβολή του στην διαμόρφωση του πολιτικού διαλόγου κατά την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Κατόπιν, γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής των αντιδράσεων διεθνώς, κυρίως σε θεσμικό επίπεδο και των πολιτικών αντανακλάσεων που αυτές προκαλούν. Καταλήγοντας, επιχειρείται η καταγραφή των σεναρίων εξέλιξης και αντιμετώπισής του, μέσα από την θεσμική προσέγγιση, τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών καθώς και την επιστημονική έρευνα.