«Παρά τους «Ομηρικούς» πανηγυρισμούς και τους μυθικούς παραλληλισμούς της 21ης Αυγούστου μαζί με την απαλοιφή της ενοχοποιημένης μνημονιακής ορολογίας, οι όροι με τους οποίους θα συνεχίσουν οι δανειστές να εποπτεύουν αυστηρά την ελληνική οικονομία παραμένουν στον ακέραιο» επισημαίνει το Δελτίο Πολιτικής και Εκτίμησης του ΔΙΚΤΥΟΥ για τη Μεταρρύθμιση.
Όπως αναφέρει, τα μέτρα που θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται, τα ήδη συμφωνημένα νέα μέτρα που θα προκύπτουν καθώς και η απλή επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους -χωρίς ένα ευρώ ονομαστική του μείωση- δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση εφησυχασμό. Πολύ περισσότερο, δεν επιτρέπουν υποσχέσεις και ενέργειες χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς τις αντίστοιχες αναπτυξιακές πολιτικές.
Πέρα από το συμβολικό τέλος του τελευταίου προγράμματος στήριξης που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε συνάψει με τους δανειστές του καλοκαίρι του 2015, η πραγματική ημερομηνία-ορόσημο για την συνέχεια των σχέσεων της Ελλάδας με τους θεσμούς είναι η απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου, με βάση την οποία αλλά και το μέχρι σήμερα κλίμα των αγορών, τα δεδομένα διαμορφώνονται ως εξής:
1) Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε πρόγραμμα αυστηρής επιτήρησης, με εκπροσώπους των θεσμών να συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται (τουλάχιστον 4 φορές τον χρόνο σύμφωνα με την ΕΕ, αρχής γενομένης τις επόμενες εβδομάδες), να ελέγχουν, να παρεμβαίνουν και να συντάσσουν αξιολογήσεις, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Τα αποτελέσματα της κάθε αξιολόγησης πλέον δεν θα σημαίνουν άμεσα χρήματα στα κρατικά ταμία αλλά ικανότητα δανεισμού από τις αγορές.
2) Το χρέος συνεχίζει να μην είναι βιώσιμο απλώς βραχυπρόθεσμα, δεν θα αποτελεί πρόβλημα. Οι υποχρεώσεις της χώρας παραμένουν στο ακέραιο και οι αγορές θα το λαμβάνουν υπόψη.
3) Το πρόγραμμα που έληξε ημερολογιακά έχει αφήσει σε εκκρεμότητα την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων (περικοπές συντάξεων, μείωση αφορολογήτου κλπ) με αρκετά σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις και πολιτικό κόστος.
4) Η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα παραμένει στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 και στο (απίθανο) 2,2% έως το 2060, εντείνοντας τις προοπτικές παραμονής της λιτότητας.
5) Η χώρα βρίσκεται ακόμα στο καθεστώς των κεφαλαιακών ελέγχων που κληρονόμησε από το …πειραματικό πρώτο εξάμηνο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενώ οι τράπεζες θα χρειαστούν ακόμα 2-3 χρόνια συστηματικής δουλειάς και αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2019 προκειμένου να αποτελέσουν ξανά μοχλό επανεκκίνησης και στήριξης της οικονομίας.
6) Όλα αυτά οδηγούν στην συγκράτηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος. Ακόμη και εάν αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα περαιτέρω μια- δυο βαθμίδες, θα συνεχίσει να απέχει από την ελάχιστη βέλτιστη την ΒΒΒ- για ανεκτικά επιτόκια δανεισμού. Χρειάζονται τουλάχιστον 2 χρόνια ακόμα σε περιβάλλον σταθερότητας και ανάπτυξης για να μπορέσει η χώρα να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα χωρίς κινδύνους για τους επενδυτές.
Ανεπίδεκτοι μαθήσεως: «Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα…»
Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με το κλίμα χαλάρωσης και πιθανής επιστροφής σε «κακές» συνήθειες του παρελθόντος, ελλείψει μάλιστα συγκροτημένης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, μπορούν να υπονομεύσουν σημαντικά την προσπάθεια της χώρας για έξοδο στις αγορές και αυτόνομο δανεισμό με λογικά επιτόκια και ειδικά με μακροπρόθεσμους τίτλους (δηλαδή εκδόσεις πάνω από 10 χρόνια) καθώς είναι απόλυτα αναγκαίο να διαμορφωθεί κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας.
Κάτι τέτοιο βέβαια όχι μόνο δεν διαφαίνεται στον ορατό ορίζοντα αλλά κάποια συγκεκριμένα «δείγματα γραφής» αναδεικνύουν την ισχυρότατη σύνδεση των πρακτικών της παρούσας κυβέρνησης με τις χειρότερες συνήθειες του παρελθόντος.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη πως οι επόμενοι πολύ κρίσιμοι μήνες για την πορεία της οικονομίας είναι πολύπλευρα προεκλογικοί, γεγονός που παραδοσιακά στην ελληνική πραγματικότητα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την οικονομία.
Εκλογικά σχέδια επί στάχτης - «Τα γεγονότα, αγαπητέ μου, τα γεγονότα»
Είναι γνωστή η φράση του Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν (1894-1986) όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο, «τι αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για μια κυβέρνηση;» και αυτός απάντησε «τα γεγονότα αγαπητέ μου, τα γεγονότα». Θύμα αυτού του θεμελιώδους πολιτικού κανόνα φαίνεται πως έπεσε –κι όχι αναίτια- η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αυτό το μοιραίο καλοκαίρι. Καιρό τώρα ο πρωθυπουργός και το επιτελείο προετοίμαζαν -σταθερά επάνω στο κλίμα διχασμού και προσδοκώντας στις εξελίξεις στην οικονομία- την ατζέντα και το κλίμα μέσα στο οποίο θα διαμορφωνόταν η προεκλογική περίοδος.
Η εκτίμηση των πιο έμπειρων αναλυτών στα επιτελεία των κομμάτων αλλά και του παρόντος δελτίου1 ήταν πως ο πρωθυπουργός προσανατολιζόταν σε ένα εκλογικό φθινόπωρο από το οποίο προσδοκούσε να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη της επικοινωνιακής διαχείρισης της λήξης των προγραμμάτων χρηματοδότησης, να αποφύγει την εφαρμογή συμφωνημένων μέτρων αφήνοντας την «καυτή πατάτα» στον …επόμενο και να διασφαλίσει με αυτόν τον τρόπο -τουλάχιστον- ένα αντιπολιτευτικό εκλογικό ποσοστό που θα επέτρεπε στον ΣΥΡΙΖΑ να σταθεροποιήσει την θέση του στον νεότευκτο δικομματισμό και στον αρχηγό του να συνεχίσει να κυριαρχεί στα εσωκομματικά δρώμενα.
Όλα αυτά όμως ανατράπηκαν με δραματικό τρόπο από την πρωτοφανή εθνική τραγωδία που συντελέστηκε στο Μάτι. Τόσο η δολοφονική αμέλεια του κρατικού μηχανισμού σε όλα τα επίπεδα διοίκησης όσο και ο κυνικά επικοινωνιακός τρόπος αρχικής αντίδρασης και αντιμετώπισης της καταστροφής από την κυβέρνηση, μετέτρεψαν σε στάχτη οποιοδήποτε κυβερνητικό σχέδιο για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, τουλάχιστον μέσα στο 2018.
Αναμένοντας τον «φθινοπωρινό λογαριασμό»
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την στρατηγική των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στην Νέα Δημοκρατία, που διαβλέπει πλέον ακόμα και την αυτοδύναμη επικράτηση της, η εσωκομματική διαμάχη ανάμεσα στην παραδοσιακή δεξιά πτέρυγα και την φιλελεύθερη η οποία μαίνεται από την στιγμή εκλογής του Κ. Μητσοτάκη στην προεδρία, θα εντείνεται όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, της κατάρτισης των ψηφοδελτίων και της απόδοσης των «χρισμάτων» (χαρακτηριστικά τα παραδείγματα Μαρκογιαννάκη αλλά και Πατούλη-Μπακογιάννη στην αυτοδιοίκηση).
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναμένει να αποτυπωθούν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής και της δικής του υπεύθυνης στάσης, τόσο στο ζήτημα της καταστροφικής πυρκαγιάς στο Μάτι όσο και στην διαχείριση του Μακεδονικού ζητήματος, από τα οποία αναμένει σημαντικά οφέλη. Η σοβαρή πάντως πιθανότητα διεύρυνσης της εκλογικής απήχησης του Κυρ. Μητσοτάκη, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές διεργασίες για την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα εντείνει την ανάγκη διασαφήνισης του πολιτικού του αφηγήματος σε κρίσιμα ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης (1ο μνημόνιο, υπόθεση Γεωργίου κλπ) για τα οποία οι θέσεις του μέχρι σήμερα παραμένουν θολές, στο βωμό των εσωτερικών ισορροπιών.
Ανασχηματισμός ξεπερασμένων συμβόλων
Απότοκος των επιπτώσεων της φονικής πυρκαγιάς ήταν και ο πρόσφατος κυβερνητικός ανασχηματισμός. Με τις επιλογές του ο πρωθυπουργός, εκτός από την αντιμετώπιση των πληγών που άφησε η κυβερνητική διαχείριση στο Μάτι, θέλησε να προσδώσει πολιτικούς συμβολισμούς στο κυβερνητικό σχήμα. Εκτίμηση μας είναι πως συγκεκριμένες επιλογές του στοχεύουν στην θεμελίωση πολυσυλλεκτικής εκλογικής βάσης για τον ΣΥΡΙΖΑ, εξαερώνοντας ουσιαστικά το αριστερό στίγμα και διατηρώντας απλώς την ρητορική.
Γνωρίζοντας ότι έχει να διαχειριστεί ένα -συνεχώς μειούμενο- ρευστό και πολυσυλλεκτικό εκλογικό ποσοστό, το οποίο κατέκτησε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, συμπεριέλαβε στο κυβερνητικό σχήμα πρόσωπα τα οποία ανήκαν σε συγκεκριμένες συνιστώσες του παραδοσιακού δικομματισμού που κυριάρχησε στην μεταπολίτευση. Ο κ. Τσίπρας επιχειρεί με τις επιλογές του να ενισχύσει τον κυβερνητικό του εταίρο ΑΝΕΛ με όσα στελέχη της ΝΔ απορρίπτονται ή ασφυκτιούν υπό το κεντρώο και ανανεωτικό προφίλ το οποίο προσπαθεί να εμφυσήσει ο κ. Μητσοτάκης στην συντηρητική παράταξη. Το μήνυμα προς τους κομμένους των ψηφοδελτίων είναι «ανοίξαμε και σας περιμένουμε – εδώ τα καλά υπουργεία».
Η επιλογή νέων προσώπων στην πολιτική είναι χρυσός κανόνας και όλοι οι αρχηγοί τον τηρούν. Η νεότητα όμως δεν είναι από μόνη της προσόν στην πολιτική. Πρόσωπα που επιλέγονται χωρίς καμία αξιολογική διαδικασία, κανένα κριτήριο επαγγελματικής, ακαδημαϊκής, κοινωνικής δραστηριότητας ή καταξίωσης, ούτε έστω μια υποτυπώδη κομματική συμμετοχή και δράση δημιουργούν αρνητικό παράδειγμα.
Με μόνο κριτήριο την ηλικία, την -μέχρι πρότινος- ανωνυμία και την διαπροσωπική εμπιστοσύνη, αναδεικνύονται πρόσωπα σε δημόσια αξιώματα, καταφέρνοντας στην ουσία να υπονομεύσουν και να δυσφημίσουν το ίδιο το ζωογόνο και αναγκαίο αίτημα ανανέωσης των πολιτικών ιδεών, πρακτικών και προσώπων.