Φωτογραφία αρχείου
Δεν εξομοιώνονται οι «Πρέσπες» με τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Eurokinissi
Eurokinissi
Φωτογραφία αρχείου

Δεν εξομοιώνονται οι «Πρέσπες» με τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Κάπου γίνεται ένα λάθος. Σε αρθρογραφία αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα, διαβάζουμε νουθεσίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ, από μετριοπαθείς και μειλίχιους «ακροκεντρώους» και φιλεύθερους, να μη χρησιμοποιεί για τα γλυπτά του Παρθενώνα επιχειρήματα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν εναντίον του οι αντιδρώντες στην συμφωνία των Πρεσπών.

Ως γνωστόν ο ΣΥΡΙΖΑ θορυβήθηκε μήπως τα γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν πριν τις εκλογές στον χώρο που… χτίστηκαν (κατά τη γνωστή έκφραση του Τσίπρα στη Βρετανίδα Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι). Είχε τόσο… σοβαρά ασχοληθεί με το θέμα, που νόμιζε ότι δεν απομένει παρά ένα γρήγορο αμπαλάρισμα, σε στυλ απλής μετακόμισης, την οποία ο Μητσοτάκης θα κρεμούσε ως παράσημο στο στήθος του, και φωτισμένος με τη λάμψη των αιώνων θα σάρωνε τις ψήφους στις εκλογές.

Γι' αυτό και καταδύθηκαν σε μια ατμόσφαιρα αρχαιολαγνικής καταγγελιολογίας, σύμφωνα με την οποία δεν θα δέχονταν τίποτα λιγότερο με την επιστροφή των γλυπτών, από την ταυτόχρονη κατοχύρωση της ελληνικής κυριότητας. Οποιαδήποτε άλλη λύση θα ήταν εθνική μειοδοσία - μιλάμε δηλαδή για πλήρη αντιστροφή της ιδεολογικής τους πυξίδας. Ως τώρα αυτές τις συμπεριφορές τις χαρακτήριζαν ως αρχαιολαγνικό σοβινισμό που χαρακτήριζε την εθνικόφρονα δεξιά και την ακροδεξιά.

Και εκεί παρουσιάστηκαν οι μετριοπαθείς κεντρώοι και οι φιλελεύθεροι δημοσιολόγοι, που «νουθετούσαν» τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή με αυτή την ρητορική γίνεται ίδιος με τους μπρουτάλ δεξιούς εθνοπατριώτες, που του καταλόγιζαν εθνική μειοδοσία για την συμφωνία των Πρεσπών.

Μόνο που δεν είναι καθόλου έτσι. Ο ελληνικός λαός που αντιτίθετο στην συμφωνία των Πρεσπών, οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες που βρέθηκαν με πάθος στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και την εκχώρησή της, δεν ήταν δεξιοί εθνοπατριώτες και «Βουκεφάλες», όπως κάποιες γραφίδες τους χαρακτηρίζουν για να τους υποτιμήσουν. Εξ αυτού και δεν είναι καθόλου ίδια η ουσιαστική αντίρρηση των Ελλήνων πολιτών για τις Πρέσπες, με την ανεύθυνη φανφαρόνικη προεκλογική φασαρία του ΣΥΡΙΖΑ για τα γλυπτά.

Τα δύο θέματα άλλωστε δεν παράγουν τις ίδιες επιπτώσεις. Στην χειρότερη, τα γλυπτά θα παραμείνουν στη Βρετανία ως έχουν εδώ και δυο αιώνες. Το θέμα κυριότητας επίσης δεν είναι αυτονοήτως μαχητό. Ο Ελγιν τα έκλεψε το 1801, και το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1832. Όπερ τα έκλεψε από εδάφη της …Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας η Ελλάδα δεν είναι διάδοχο κράτος!

Δεν επιχειρηματολογούμε. Απλή αναφορά κάνουμε στο νομική περιπλοκότητα του θέματος «κυριότητας», την οποία έκανε φλάμπουρο ο φρέσκος Συριζαίικος εθνολαϊκισμός. Ο οποίος ΣΥΡΙΖΑ είχε επιλέξει και αυτός να μην προχωρήσει στη νομική διεκδίκηση, γιατί «θα χάναμε», όπως εξήγησε ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.

Αλλά αν τα γλυπτά στην ακινησία τους δεν παράγουν πρόσθετα αρνητικά αποτελέσματα, η μειοδοτική συμφωνία των Πρεσπών παρήγαγε, και θα παραγάγει μελλοντικά. Οι δυτικοί, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, ενδιαφέρονταν να βρεθεί ή όποια λύση, προκειμένου να ενταχθούν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και δυνητικά στην ΕΕ. Έτσι θα επιτυγχανόταν η «σταθερότητα των Βαλκανίων», και θα αναχαιτιζόταν η ρωσική διείσδυση στη χώρα.

Η συμφωνία έγινε κατ΄ εντολήν τους. Τα Σκόπια έκαναν μεν μια ελάχιστη υποχώρηση στο όνομα, αλλά τους παραδώσαμε πακέτο την εθνικότητα και τη γλώσσα. Συνήθως, όπως έχει πει ο πρόσφατα αποδημήσας Χριστοφορος Γιαλουρίδης, «τα κράτη διαπραγματεύονται για αμοιβαίο όφελος. Δεν διαπραγματεύονται για να δώσει το ένα στο άλλο, χωρίς να πάρει τίποτε. Διότι αμοιβαίο όφελος σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε».

Απλώς αποδεχτήκαμε την τερατώδη ιστορική πλαστογραφία ενός κατασκευασμένου έθνους που κάποτε, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής διεθνούς, παρολίγον να μας ακρωτηριάσει, επιδιώκοντας την αυτονόμηση Μακεδονίας και Θράκης προκειμένου να ενταχθούν στην σχεδιαζόμενη Βαλκανική Κομμουνιστική Συνομοσπονδία.

Έκτοτε η συμφωνία παγιωμένη όσον αφορά στα ωφελήματα των Σκοπίων, παραβιάζεται συνεχώς εκ μέρους τους, με την ελληνική πλευρά να υπνώττει, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η εφαρμογή της αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία τους.

Εκ τω ανωτέρω, οι αντιδρώντες στις Πρέσπες δεν ήταν εθνοκεντρικοί υπερπατριώτες, παλιομοδίτες εθνικόφρονες, ακροδεξιοί σοβινιστές, αρχαιολάγνοι και βυζαντινόφρονες. Υπήρχαν και αυτοί, και έδιναν τόνο γραφικότητας με φωτογραφικά ενσταντέ στα μίντια. Αλλά ήταν η κραυγαλέα ελάχιστη μειοψηφία. Και καμιά σχέση δεν είχαν με τον μέσο φιλόπατρι πολίτη που έβλεπε να υλοποιείται μια ιστορική πειρατεία εις βάρος του.

Γι’ αυτό πέρα από προσβλητικό, είναι και ανιστόρητο να εξομοιώνονται οι αντιρρήσεις των πολιτών για τις Πρέσπες, με τον όψιμο προεκλογικό και ψευδεπίγραφο «πατριωτισμό των μαρμάρων» που εφηύρε ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντιπολιτευθεί.