Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ το είχαν κάνει σημαία. Debate με τον Μητσοτάκη. Και όσο η κυβέρνηση αρνείτο, ξεσάλωναν τα τρολ του στο διαδίκτυο ότι δεν το αποδέχεται γιατί φοβάται να τα βάλει με τον Αλέξη που θα τον κατατροπώσει (όχι ότι έχουν ουσιαστική αξία τα debate. Σύντομες εκθέσεις ιδεών είναι σε συμπιεσμένο χρόνο).
Οι λόγοι της εμμονής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίως δύο: Εκ των πραγμάτων σε μια τέτοια αντιπαράθεση η θέση της αντιπολίτευσης είναι προνομιακή. Μπορεί να δρέψει εντυπώσεις εκ του ασφαλούς, καταγγέλλοντας την κυβερνητική πολιτική επί παντός του επιστητού. Πολύ περισσότερο που στην παρούσα συγκυρία δεν προσφέρονται μόνο οι όποιες – όπως κάθε κυβέρνησης – αστοχίες.
Στη φαρέτρα της ενθυλακώνονται και τα διεθνή οικονομικά και ενεργειακά προβλήματα που έφεραν η πανδημία του κορονοϊού και ο πόλεμος της Ουκρανίας. Και μια αντιπολίτευση χωρίς αρχές μπορεί να τα ελληνοποιεί απόλυτα, αποδίδοντάς τα αποκλειστικά στην ευθύνη της κυβέρνησης. Σε όλη την Ευρώπη π.χ. υπήρξε πρόβλημα με τα φάρμακα, η ελληνική κερδοσκοπία που επέτρεπε η κυβέρνηση, έφερε την έλλειψη. Ο μέσος όρος του πληθωρισμού στην ευρωζώνη είναι μεγαλύτερος από τον ελληνικό, αλλά εδώ μόνο η ανοχή στην κερδοσκοπία φταίει.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι μέσω ενός debate με τον Πρωθυπουργό, ο Τσίπρας ανυψούται πολιτικά. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις, χρόνια τώρα, να τον φέρνουν δεύτερο σε πρωθυπουργική καταλληλότητα (συχνά και τρίτο πίσω από τον κανένα), αλλά και μόνο η αντιπαράθεση με τον εν ενεργεία Πρωθυπουργό της χώρας τον εξισώνει. Ιδιαίτερα έναν αρχηγό σαν τον Τσίπρα που διακρίνεται για τον προπετή λαϊκισμό του, και την επιθετική στρεψοδικία του.
Ο Μητσοτάκης ενδεχομένως και να αναγκάζεται σε αποδοχή της μονομαχίας των δύο για να μη φανεί ότι φυγομαχεί, καθώς αυτή η εκδοχή θα ήταν λεόντειο μέρος της προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο.
Ωστόσο το debate τον βολεύει. Με δεδομένη την χρόνια δημοσκοπική υπεροχή του έναντι του Τσίπρα, τον συμφέρει να τον προβάλει ως αντίπαλο δέος. Με τη διαμάχη των δύο προβάλλεται ο δικομματισμός ως η κυρίαρχη, αν όχι η μοναδική, ρεαλιστική συνθήκη της πολιτικής κατάστασης, και θέτει εκβιαστικά στους πολίτες το διαζευκτικό: Μητσοτάκης ή Τσίπρας.
Τον βοηθά να συσπειρώνει το κεντροδεξιό ακροατήριο και να αποτρέψει χαλαρή ψήφο που ως αλάρμ προειδοποίησης προς την κυβέρνηση, ενδεχομένως να απηύθυναν οι ψηφοφόροι. Ούτως ή άλλως στην συνείδηση της κοινής γνώμης οι επερχόμενες πρώτες εκλογές έχουν εκληφθεί ως διεκπεραιωτικές που θα μας οδηγήσουν στις δεύτερες και «ουσιαστικές».
Τον εξυπηρετεί γιατί δεν θα απευθυνθεί στο παραδοσιακό νεοδημοκρατικό ακροατήριο, ούτε στο δικό του πεπεισμένο, αλλά στους κεντρώους που τον ψήφισαν στις εκλογές του 2019 και αμφιταλαντεύονται. Με την παρουσία των δύο στην τηλοψία τους επισείει τον κίνδυνο: Αθ’ ημών Τσίπρας.
Ο Τσίπρας από την πλευρά του με το debate προβάλλεται ως ο μοναδικός ηγέτης της Κεντροαριστεράς, και το αντίπαλο δέος στην «ακροδεξιά» του Μητσοτάκη. Διευκολύνεται το νεύμα του προς στους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς, και δη σε εκείνους του 2019 που λοξοκοιτούν προς τη μητρική κοίτη, το ΠΑΣΟΚ.
Η κυβέρνηση μπρος στην πίεση, δεν απέκλεισε την πιθανότητα «να υπάρξει μια τηλεμαχία ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα». Πλήρης… δημοκρατικής νοοτροπίας (ως προς την ισοπέδωση των υπολοίπων κομμάτων) η Πόπη απάντησε στον κυβερνητικό εκπρόσωπο: Αντί ο κ. Οικονόμου να μιλά αόριστα για ανοιχτό ενδεχόμενο ενός debate να ορίσει σήμερα κιόλας ημερομηνία».
Όμως το ότι έγινε κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, δεν αποτελεί παγιωμένη θέσμιση. Αντιθέτως, χωρίς να είναι αντιθεσμική διαδικασία, προσβάλει την αρχή της ισότητας των κομμάτων ενόψει εκλογών. Τη δύναμη των κομμάτων την προλέγουν μεν οι δημοσκοπήσεις αλλά δεν την επικυρώνουν. Την επικυρώνουν οι εκλογές.
Πριν τη διεξαγωγή τους τυπικά όλα τα κόμματα ξεκινούν από μηδενική βάση και έχουν τα ίδια δικαιώματα προβολής. Ένα debate των δύο τους μετατρέπει σε φτωχούς συγγενείς, ορίζοντας εκ των προτέρων τη θέση τους ως δευτερεύουσα.