Του Γιάννη Σιδέρη
Ο Κώστας Σημίτης είχε φανατικό κοινό ως εκσυγχρονιστής, αλλά και ορκισμένους εχθρούς ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Σε πολλούς επίσης δεν άρεσε ο «ανέμπνευστος» τρόπος διοίκησης, το γεγονός ότι δεν ήταν δημεγέρτης και λαοπλάνος, και ότι προσπαθούσε να διοικήσει δια της λογικής, η οποία παράλληλα με τον απόξενο χαρακτήρα του, του είχε προσδώσει το προσωνύμιο του «λογιστή».
Κατά ειρωνεία της τύχης, τα κορυφαία λάθη που έκανε εντοπίζονται στη διαχείριση έργων στα οποία ουδόλως πίστευε, αλλά τα κληρονόμησε και ήταν αναγκασμένος να τα διαχειριστεί. Κορυφαίο εξ αυτών οι εξοπλισμοί και δευτερεύον οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Κοσμοπολίτης και δυτικοευρωπαϊκής νοοτροπίας (άρα εκτός τόπου και χρόνου), δεν κατανοούσε το ιδιάζον της γεωγραφικής μας θέσης, τις κληρονομημένες αβαρίες της ιστορίας με τις αιώνιες βλέψεις γειτόνων μας, και την αναγκαιότητα ισχυρής στρατιωτικής αποτρεπτικής δύναμης.
Ως προς αυτό είχε την ίδια αφελή (επιδερμικά «αντιμιλιταριστική») νοοτροπία με τον Συνασπισμό. Αποτέλεσμα ήταν κατά την ψήφιση των προϋπολογισμών να μην ψηφίζει το εδάφιο των εξοπλιστικών δαπανών (ο γράφων πάντα τον έψεγε δριμέως γι' αυτό).
Το σοκ των Ιμίων τον προσγείωσε στην ελληνοτουρκική πραγματικότητα, και αποφάσισε θηριώδεις εξοπλισμούς. Από νοοτροπία και πάλι, ίσως και από την αδικαιολόγητη πίστη, ότι επειδή ο ίδιος ήταν τίμιος θα ήταν και οι συνεργάτες του, δεν είχε την υποψία ότι από τον πακτωλό χρημάτων που θα περνούσε από τα χέρια τους, μικρό τμήμα του θα ενθυλακωνόταν δι' ιδία χρήση.
Το έτερον ήταν οι ολυμπιακοί αγώνες. Και σε αυτό δεν πίστευε, και γι' αυτό καθυστέρησε την έναρξη των εργασιών με αποτέλεσμα να ανέβει το κόστος των έργων. Δεν αναφερόμαστε στη λειτουργία αυτών καθ' εαυτών των αγώνων που ήταν ευθύνη της οργανωτικής επιτροπής, και η οποία λειτουργία ήταν τελικά ήταν κερδοφόρος - κάτι που ουδείς αναφέρει (σημ: ο γράφων δεν δούλεψε ποτέ ούτε στον μηχανισμό των Ολυμπιακών, ούτε στην εφημερίδα τη Γιάννας - αυτό για να ξηγιόμαστε με τυχόν καλοθελητές). Υπέρβαση σημειώθηκε στα έργα υποδομής που δημιουργήθηκαν, κάποια για την άμεση εξυπηρέτηση των αγώνων, όπως γήπεδα, και άλλα για την διευκόλυνσή τους, έργα γενικότερης υποδομής. Αυτά σαφώς συνιστούν πολιτική ευθύνη, αλλά ως εκεί. Δεν δικαιολογούν τη δαιμονοποίηση.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφερόταν να διερευνήσει όντως «που πήγαν τα λεφτά», πως και γιατί χρεοκοπήσαμε, θα είχε αποδεχτεί την πρόταση της Γεννηματά, η εξεταστική επιτροπή για την χρεοκοπία να ξεκινούσε από το 2000. Μια τέτοια επιτροπή θα γινόταν η ακτινογραφία που θα απεικόνιζε την πορεία εξάπλωσης της νοσώδους οικονομικής κακοδαιμονίας μας. Φευ, για το ηθικό πλεονέκτημα - αυτής - της Αριστεράς προείχαν οι εντυπώσεις, όχι η αποκάλυψη της αλήθειας.
Οι εντυπώσεις εξακολουθούν και τώρα να προέχουν της αληθείας. Με αφορμή την περίπτωση Παπαντωνίου επιχειρείται εμμέσως και εντέχνως ου μόνον να αποδοθεί η χρεοκοπία στην περίοδο Σημίτη, αλλά και να την απογυμνώσουν από κάθε ηθικό έρεισμα. Ποιος; Μα η γνωστή συμμαχία Συριζαίων και Καραμανλικών. Σε αυτή την προσπάθεια οικονομικής αποδόμησης και ηθικής απαξίωσης, συμμετέχουν φυσικά δημόσια πρόσωπα και δημοσιολογούντες που ωφελήθηκαν τα μάλα κατά την εποχή Σημίτη – και από το ΠΑΣΟΚ γενικότερα (και μένουμε ενεοί οι τότε επικριτές του, προσπαθώντας μάταια να αποδώσουμε τα του Καίσαρος).
Το πρόβλημα που δημιουργείται και το οποίο ενδιαφέρει την στήλη δεν είναι ο Σημίτης (δικό του θέμα η υστεροφημία του), αλλά η εκ νέου προσπάθεια παραπλάνησης του λαού σχετικά με τα αίτια της χρεοκοπίας, και την εκτροπή της αγανάκτησής του σε λάθος ατραπούς.
Το επιχείρησε για παράδειγμα χθες ο Γιώργος Βουλγαράκης με tweet στο οποίο... αθώα ρωτούσε: «Κατά τα άλλα, η ΝΔ και ο Καραμανλής κατάστρεψε το τόπο… Μια ερώτηση έχω μόνο, το τεράστιο σκάνδαλο των ολυμπιακών Αγώνων, θα ερευνηθεί κάποτε;». Την ίδια μέρα ο Καμμένος μιλούσε για «ορφανά του Σημίτη». Εν χορώ εναρμονίστηκαν εφημερίδες, site και εκπομπές, στην επίθεση προς τον Σημίτη, εγκαλώντας τον για ένοχη σιωπή (!) ή προτείνοντάς του να βγει να μιλήσει(;).
Θεωρούμε ότι αυτά είναι εκ του πονηρού, ως προσπάθεια εξάλειψης παλιών ευθυνών και υποβοήθησης της παρούσης κυβέρνησης. Όμως η ιστορία έχει γράψει. Η αποτίμησή της δεν εντρυφά στις πρόσκαιρες εντυπώσεις. Ερχεται εν καιρώ και έρχεται ως Νέμεσις.