Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Και τώρα η μπάλα περνάει στο γήπεδο του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα αντιδράσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά την κίνηση του κ.Μητσοτάκη να ανακοινώσει την πρόθεσή του να καταθέσει αυτόνομο νομοσχέδιο που θα προβλέπει τη ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους; Πώς θα μπορέσει να πει όχι σε κάτι που και ο ίδιος ο τέως πρωθυπουργός έχει πει ναι στο πρόσφατο παρελθόν;
Είναι βέβαια γνωστό ότι στην πολιτική πάντα υπάρχουν τρόποι να αποφεύγεις τις «κακοτοπιές», όμως σε κάθε περίπτωση το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το οποίο προανήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και απαιτεί τη θετική ψήφο 200 βουλευτών για να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές, είναι μία πρώτης τάξης ευκαιρία για να φανεί στην πράξη το αν εννοεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα όσα έλεγε το βράδυ της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης. «...Δεν σκοπεύω να ακολουθήσω το μοντέλο αντιπολίτευσης που άσκησε η ΝΔ με διαρκή αντιπαράθεση και την υπονόμευση της εθνικής προσπάθειας για να βγει η χώρα από την κρίση... Εμείς θα αντιπολιτευτούμε στην ουσία κι όχι στην επικοινωνία» είχε επισημάνει ο κ.Τσίπρας το βράδυ της 20ης Ιουλίου.
Παράλληλα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διεργασίες εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου σε σχέση με τον νέο εκλογικό νόμο. Μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ (86) και το ΚΚΕ (15) αριθμούν μαζί 101 βουλευτές. Με το κάθε κόμμα να λέει «όχι» για τους δικούς του λόγους στην αλλαγή του εκλογικού νόμου η κατάληξη κάθε προσπάθειας είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Με αυτό το δεδομένο θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί το όριο των απαιτούμενων 200 ψήφων που θα επέτρεπε την άμεση αλλαγή του.
Η παραπάνω παραδοχή έχει δώσει αφορμή στο εσωτερικό της κυβέρνησης για δεύτερες σκέψεις σε σχέση με το πώς θα πρέπει να είναι ο νέος εκλογικός νόμος.
Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν δημοσιοποιηθεί συζητήσεις για μία παραλλαγή του ισχύοντος νόμου αλλά με πιο μικρό μπόνους, ώστε να τον στηρίξει ενδεχομένως και το ΚΙΝΑΛ, οι συσχετισμοί που δημιουργήθηκαν από την κάλπη της 7ης Ιουλίου κάνουν ορισμένους να μιλούν για την αναγκαιότητα μίας νέας διαφορετικής πρότασης.
Μίας πρότασης που θα βασίζεται στο γερμανικό μοντέλο και θα περιλαμβάνει τον συνδυασμό λίστας και μονοεδρικών περιφερειών. Πρόκειται για μία σκέψη, η υλοποίηση της οποίας θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού συστήματος, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της πρότασης.
Οι υποστηρικτές του λεγόμενου «γερμανικού μοντέλου» εκτιμούν η ΝΔ δεν έχει κανένα λόγο να έρθει σε συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ, μια συμφωνία που ακόμα και αν επιτευχθεί δε θα μπορέσει να προκαλέσει την άμεση αλλαγή του νόμου. Σε κάθε περίπτωση τελικές αποφάσεις δε φαίνεται να έχουν ληφθεί και όλα βρίσκονται στο τραπέζι των συζητήσεων.