Επιμένουμε εδώ και καιρό πως η δεκαετία 2010 - 2020 σηματοδοτεί την εποχή του οριστικού τέλους της ύστερης μεταπολίτευσης. Κι αυτό γιατί οι δύο πυλώνες της, ο παρασιτικός καταναλωτισμός και οι εθνομηδενιστικές ειρηνιστικές αυταπάτες, μπήκαν σε κρίση, διαδοχικά.
Θα προηγηθεί η βίαιη καταστροφή του παρασιτικού μοντέλου, με εμβρυουλκό τον Σόιμπλε, που οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οικονομική και κοινωνική καταστροφή (συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 25% και μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος κατά 35% εξαιτίας της ανόδου των φόρων για να πληρωθούν τα χρέη).
Στη συνέχεια, ως το τίμημα τόσο της αποδυνάμωσης της Ελλάδας και της κατάρρευσης των εξοπλιστικών δαπανών, όσο και της παράλληλης ταχύρρυθμης ανάπτυξης της Τουρκίας, ήλθε ο Ερντογάν να ολοκληρώσει το έργο του Τεύτονα χειρούργου, απαιτώντας την πλήρη και τελεσίδικη υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου στη νεοθωμανική Τουρκία.
Έτσι, οι δύο προϋποθέσεις/πυλώνες της μεταπολίτευσης μπήκαν σε κρίση. Εντούτοις, ακριβώς γιατί η Ελλάδα ήταν μια παρασιτική, γερασμένη και παρηκμασμένη κοινωνία και ο εθνομηδενισμός και ο παρασιτικός καταναλωτισμός είχαν διεισδύσει μέχρι τα τρίσβαθα του εθνικού σώματος, η αποσύνθεση του παλιού υπήρξε αργή και βασανιστική. Οπότε, τα παρασιτικά εξανθήματα της μεταπολίτευσης από τους ΑΝΕΛ, τη Χρυσή Αυγή, το Ποτάμι, τον Βαρουφάκη έως τον ΣΥΡΙΖΑ (η αναφορά εδώ δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν ταυτίζουμε ανόμοιες μεταξύ τους δυνάμεις) εμφανίστηκαν προς στιγμήν να παρασταίνουν το «νέο» και την «απάντηση» στην κρίση.
Τελικώς, μετά το 2019 που συνιστά μια σημαντική καμπή στην πορεία αποσύνθεσης, ανασύνθεσης, κατά παράδοξο, αλλά απολύτως κατανοητό τρόπο, η διαδικασία της πολιτικής ανασύνθεσης θα εγκαινιαστεί από τη δεξιά και την κεντροδεξιά. Αυτή η παράταξη, λόγω παράδοσης, υπερβαίνει τη μεταπολίτευση και, εξαιτίας της κοινωνικής της σύνθεσης, παραδοσιακοί νοικοκυραίοι από τη μία, δεμένοι με τις πατριωτικές αξίες, και νεότερα τεχνοκρατικά και φιλελεύθερα στελέχη της αγοράς, μπόρεσε να αποφύγει την κατάρρευση και να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στα αιτήματα της νέας περιόδου.
Και επειδή οι δύο αυτές πτέρυγες δεν ήταν απολύτως ενοποιημένες, καθώς προείχε η απάντηση στην οικονομική κρίση του μεταπολιτευτικού μοντέλου, την πρωτοβουλία της ανασυγκρότησης του κόμματος για την κατάκτηση της εξουσίας θα αναλάβει η τεχνοκρατική και μάλλον «εθνοαδιάφορης κοπής» πτέρυγα υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει μία ανανέωση στο κυβερνητικό επίπεδο, πραγματοποιώντας μια συμμαχία κορυφής με μέρος του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, ώστε να υπερκεράσει τις αγκυλώσεις και την καθυστέρηση της παραδοσιακής Νέας Δημοκρατίας.
Είναι προφανές ότι κάτω από ομαλές πολιτικές συνθήκες αυτή η ένεση εκσυγχρονισμού από τα πάνω στη Νέα Δημοκρατία θα συναντούσε μεγάλες αντιστάσεις, ιδιαίτερα από το παραδοσιακό κομματικό κατεστημένο. Εντούτοις, κατά έναν παράδοξο τρόπο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ευνοήθηκε, στην ατυχία της, από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που αντιμετώπισε - κυρίως την κρίση με την Τουρκία, αλλά και την κρίση του κορονοϊού.
Σε συνθήκες αυξανόμενης αντίθεσης της Ευρώπης, τουλάχιστον της Γαλλίας, αλλά και των ΗΠΑ και του Ισραήλ με τη φιλορωσική και φιλοϊσλαμική πολιτική του Ερντογάν, η κρίση με την Τουρκία υποχρέωσε και ταυτόχρονα επέτρεψε στον Μητσοτάκη να συμπεριφερθεί «πατριωτικά». Έτσι θα κατευνάσει τις όποιες ενστάσεις της πατριωτικής πτέρυγας, σαμαρικής ή όχι.
Παράλληλα η κρίση της πανδημίας, αλλά και η οικονομική κρίση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, υποχρέωσε την κυβέρνηση να λειτουργήσει μάλλον σοσιαλδημοκρατικά και πάντως καθόλου φιλελεύθερα. Άλλωστε ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση υπέστησαν μία γενικότερη ήττα σε παγκόσμια κλίμακα.
Συναφώς οι «νεοφιλελεύθεροι γιάπηδες» υποχρεώθηκαν να γίνουν και ολίγον κοινωνιστές και οι κοσμοπολίτες «ποτάμιοι» να αναγνωρίσουν εκόντες ή άκοντες την ανάγκη της αποτροπής και των εξοπλισμών. Έτσι η Νέα Δημοκρατία, ένα παλιό βαρύ κόμμα, εισήλθε, θέλοντας και μη, πρώτο στη μετα-μεταπολιτευτική εποχή. Καθόλου τυχαία, τελικώς, καθώς η μεταπολίτευση υπήρξε αριστερόστροφη. Και για αυτό εκείνες οι δυνάμεις που παραμένουν απόλυτα προσκολλημένες στον μεταπολιτευτικό παράδεισο και τα ιδεολογήματα του εθνομηδενισμού και της παρασιτικής κατανάλωσης είναι κατεξοχήν οι δυνάμεις της Αριστεράς. Αυτές θα διεκδικούν π.χ. την είσοδο στα πανεπιστήμια χωρίς κανέναν βαθμολογικό περιορισμό, θα αρνούνται τους εξοπλισμούς και θα παραμένουν ρωσόφιλες στην πλειοψηφία τους.
Δηλαδή συμβαίνει κάτι εντελώς αντίστροφο από ό,τι συνέβη κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, όταν ο αέρας της αλλαγής ερχόταν από τα Αριστερά, ενώ η Δεξιά υπήρξε η τελευταία που προσχώρησε στα μεταπολιτευτικά ιδεολογήματα – καλά και κακά. Γι’ αυτό και υπήρξε και η πρώτη που τελικώς εισήλθε στη μετά τη μεταπολίτευση περίοδο!
Ωστόσο παραμένει σημαίνουσα και ανησυχητική η εμμονή της ομάδας περί τον πρωθυπουργό στον θεωρητικό και ιστορικό εθνοαποδομητισμό, που αντιστρατεύεται την ιδία την πρακτική της - την πρακτική της αποτροπής. Και επειδή η σύγκρουση με την Τουρκία είναι μακράς πνοής, όσο η πρακτική της αποτροπής δεν συνοδεύεται και από ένα οραματικό υπόβαθρο και μια ανατροπή των εθνομηδενιστικών φαντασιώσεων, θα παραμένει υποχρεωτικά λειψή και επισφαλής. Επισφάλεια η οποία επιτείνεται από την έλλειψη κάποιου συνομιλητή/αντιπάλου που να θέτει τα σχετικά ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα πολύ πιο καθαρά.
Στην αντιπολίτευση, οι μόνες δυνατότητες υπέρβασης της μεταπολιτευτικής ιδεολογίας θα έπρεπε, θεωρητικώς, να ανευρεθούν στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, τον οποίο άλλοτε κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ. Θεωρητικώς δε, επειδή εδώ ήταν συγκεντρωμένες οι δυνάμεις που στην πρώιμη μεταπολίτευση διεκδικούσαν τη σύνθεση πατριωτισμού και κοινωνισμού, εδώ θα μπορούσε και θα έπρεπε να αναδειχθούν κάποιες ανάλογες δυνάμεις. Και σίγουρα στο λαϊκό σώμα της Κεντροαριστεράς υπάρχουν ακόμα.
Ωστόσο, επειδή πέρασαν πάρα πολλά χρόνια κυβερνητισμού και δεκαετίες εγκατάλειψης του πατριωτισμού, από τον Σημίτη μέχρι τον ΓΑΠ, ο μηχανισμός και τα στελέχη αυτού του κόμματος - από τον Λαλιώτη και τον Σκανδαλίδη μέχρι τον γερονέο Ανδρουλάκη - εμποδίζουν την οποιαδήποτε μετεξέλιξη. Το ΠΑΣΟΚ θα παραμείνει τελικώς το κόμμα της μεταπολίτευσης par excellence και θα θελήσει να πεθάνει μαζί της.
Μόνο η αποσύνθεση του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ, εξαιρετικά πιθανή μετά τις επόμενες εκλογές, μπορεί να επιτρέψει την οποιαδήποτε μετεξέλιξη σε αυτόν τον κομβικό χώρο. Στο μεταξύ, οι βενιζελογενείς πατριώτες θα υποχρεώνονται να ακολουθούν τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως και ένα σύνολο νεότερων στελεχών του - βλέπε Σκέρτσο, Πιερρακάκη κ.ά.
Καθώς η Αριστερά στο σύνολό της μοιάζει μπετοναρισμένη στην εθνοαποδομητική και παρασιτική λογική, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι η τελευταία πολιτική δύναμη που δείχνει διατεθειμένη να αποδεχτεί στη μετάβαση σε μια νέα εποχή, όπου ο πατριωτισμός, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η προάσπιση των συνόρων, η εμμονή στη δημογραφική ανάκαμψη και η ανασύνδεση με τη μεγάλη πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού θα περάσουν σε πρώτο πλάνο.
Αντίθετα παραμένουν προσκολλημένοι στα ιδεολογικά φληναφήματα της ύστερης μεταπολίτευσης του δικαιωματισμού και του αντιεθνικισμού, στον οποίο έχουν προσχωρήσει ψυχή τε και σώματι. Άλλωστε το ίδιο συμβαίνει και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης: η Αριστερά αντιπροσωπεύει πλέον το πιο αντιδραστικό και συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, αν με αυτούς τους όρους εννοούμε αυτούς που παραμένουν προσκολλημένοι στις αξίες μίας ήδη παρωχημένης εποχής.
Συνεπώς, η μετάβαση στη νέα ιστορική περίοδο, όπου ως κεντρικό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας θα αναδειχθεί το salus patriae suprema lex esto πραγματοποιείται πολύ αργά και με αναρίθμητες καθυστερήσεις και στρεβλώσεις, καθώς η ελληνική κοινωνία είναι εξαιρετικά γερασμένη και παρασιτική.
Γίνεται μέσα από τον αργό μετασχηματισμό των παλιών κομμάτων. Διότι, όπως προαναφέραμε, η μνημονιακή κρίση δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικά νέο, αλλά κυρίως δυνάμεις στραμμένες προς τον μεταπολιτευτικό παράδεισο.