Ο Μητσοτάκης ηγεμονεύει ως τώρα στην πολιτική σκηνή, ο Τσίπρας αποκαθηλώνεται με μακρόσυρτη συρρίκνωση, καθώς η υπερτετραετής κυβερνητική πορεία του απομάγευσε, ενώ το ΚΙΝΑΛ παραμένει δημοσκοπικά ασάλευτο, παραδέρνοντας ανάερο και συνθλιβόμενο μεταξύ των δύο.
Στην στιγμή της έσχατης απαξίωσης η Γεννηματά θέλησε να το μετεξελίξει και να το εμπλουτίσει με νέες δυνάμεις, αλλάζοντας και το όνομα «ΠΑΣΟΚ» που φάνταζε ως φθαρμένο brand name. Ίσως ήταν το βασικό της λάθος. Ο τίτλος κόμματος που συνήγειρε, δόνησε, ενθουσίασε, φορτισμένος ιστορία και συναίσθημα, δεν ξεπερνιέται εύκολα. Ενδεικτικό ότι και τώρα οι πλειοψηφία των ψηφοφόρων του δεν το ψηφίζει λόγω των - όντως - ενδιαφερουσών και ορθολογικών προτάσεών του, καθώς και για την συνήθως λελογισμένη κριτική του στο κυβερνητικό έργο, αλλά απλούστατα γιατί νιώθουν ΠΑΣΟΚ!
Το άλλο λάθος της Γεννηματά - και δεν είμαστε μετά Χριστόν προφήτες - ήταν ότι αφού το αποφάσισε, δεν ξεκίνησε ένα κόμμα από την αρχή με βάση το υλικό ο ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε μια συνομοσπονδία, καλώντας κόμματα που ασχέτως ποιότητας, είχαν ήδη απορριφθεί από την κοινή γνώμη και βρίσκονταν στην κατιούσα, όπως το Ποτάμι, η Δημοκρατική Αριστερά κ.α.
Η «μάζωξη» των οπλαρχηγών είχε και μια παράπλευρη αποδοχή. Αντί η Γεννηματά, εκλεγμένη όντας, να πει όστις εκ των παπανδρεϊκών θέλει, πίσω μου ελθείν ως άτομο, δέχτηκε στο ΚΙΝΑΛ, ως συγκροτημένη συνιστώσα, το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου.
Πρόκειται για τον άνθρωπο που κληρονομικά βρέθηκε στην αρχηγία (όπως άλλωστε και η Γεννηματά), και ο οποίος στις πρώτες εκλογές του 2015 δημιούργησε δικό του κόμμα, για να χτυπήσει το κόμμα που τον ανέδειξε Πρόεδρό του και Πρωθυπουργό τη χώρας! Ναι το έκανε για να χτυπήσει τον Βενιζέλο, αλλά έτσι χτυπούσε το κόμμα του.
Το ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σε μια οριακή στιγμή. Είναι το κόμμα που κάνει - κατά το μάλλον ή ήττον - λελογισμένες προτάσεις στην κυβέρνηση για τα προβλήματα της χώρας, και οι οποίες, επιτυχείς ή όχι, δείχνουν τουλάχιστον ότι έχουν εργατοώρες τεχνικής επεξεργασίας πίσω τους. Όμως βλέπει τον Μητσοτάκη, με την εντυπωσιακή ευλυγισία του, να εδραιώνεται και στον μεσαίο χώρο.
Τον ίδιο χώρο διεκδικεί και ο Τσίπρας, αλλά όχι στο όνομα μιας σύγχρονης Κεντροαριστεράς, (δεν έχει την πολιτική παιδεία για κάτι τέτοιο), αλλά στο όνομα παλαιολιθικών ιδεολογημάτων που έλκουν την «νομιμοποίησή» τους από την προχουντική εποχή – Στον ίδιο χωροχρόνο βρέθηκε από το άγχος της να διαφοροποιηθεί και η Φώφη, που χθες κατηγόρησε τη ΝΔ ότι φέρνει «νέο διχασμό προ των πυλών».
Μάλλον είναι η μόνη που τον είδε. Γιατί έστω ότι η κυβέρνηση «εμφανίζει όλο και περισσότερο τάσεις αλαζονείας και αυταρχισμού», όπως την κατηγόρησε, αυτό είναι μια συνήθης κυβερνητική συμπεριφορά, κακή μεν, αλλά δεν επωάζει κανένα διχασμό της χώρας. Η επιθετική δήλωση Γεννηματά είναι ίσως αποτέλεσμα του άγχους να αποτινάξει την κατηγορία του ΣΥΡΙΖΑ ότι γίνεται «ουρά του Μητσοτάκη».
Σε μια τέτοια περίοδο υπαρξιακού άγχους, είχε την ιδέα ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Παπανδρέου, ο Δημήτρης Ρέππας, με συνέντευξή του στο ieidiseis.gr να εκφράζει την πρόβλεψη – επιθυμία ότι «ο διάλογος ΣΥΡΙΖΑ -ΚΙΝΑΛ είναι, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτος». Άγνωστο αν είναι σε συνεννόηση με τον Παπανδρέου, αλλά ούτως ή άλλως το κλίμα των Παπανδρεϊκών στο ΚΙΝΑΛ αυτό είναι.
Παραδόξως πως, εξακολουθούν να εντάσσουν το μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ στις λεγόμενες «προοδευτικές δυνάμεις». Μάλλον είναι οι μόνοι. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε χθες βουλευτής του κινήματος «τους οπαδούς μας τους κρατάμε με το ζόρι να μην πάνε Μητσοτάκη, γιατί και ο Μητσοτάκης κεντρώες πολιτικές ασκεί».
Η ανωτέρω άποψη Ρέππα δεν απασχόλησε την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ αλλά εξόργισε στελέχη. Είναι χαρακτηριστική η ανάρτηση στο facebook μέλους της Κ.Ε. που έγραψε: «Ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοια συνεργασία με το κόμμα που κακοποίησε πολίτες και Δημοκρατία. Δεν πρόκειται περί ευρωαριστεράς, αλλά περί μιας τυχοδιωκτικής παρέας χωρίς ιδεολογία». Υπενθύμισε αυτά που υπέστησαν οι Πασόκοι από τους Συριζαίους «τις λοιδορίες, τα ψέματα, τις συκοφαντίες», και προβλέπει ότι «αν ποτέ γινόταν κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε αυτομάτως στη διάσπαση του Κινήματος Αλλαγής και στην εκλογική του εξαφάνιση. Όποιος θέλει να πάει στο ΣΥΡΙΖΑ ας πάει».
Των ανωτέρω δεδομένων, ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα έχει λαμβάνειν από το ΚΙΝΑΛ. Και όσα λέει ο Τσίπρας για προοδευτικές συμμαχίες και συνεργασίες, στοχεύουν απλώς να πείσουν ότι το κόμμα του έχει κάποια προοπτική. Επί της ουσίας μάλλον από τον Μητσοτάκη κινδυνεύει η Φώφη.