Οι νεκροί είναι έρημοι και απροστάτευτοι. Έχουν μόνο την αγάπη, τον πόνο, το δάκρυ, την απελπισία, και την ανημποριά των δικών τους μπροστά στο αναπότρεπτο. Αυτών που η πληγή τους δεν θα κλείσει ποτέ.
Και γύρω τους έχει στηθεί ένας ανίερος χορός εμπορευματικής αξιοποίησης της πηγαίας λαϊκής συγκίνησης, για τα νιάτα που έφυγαν. Παρότι σποραδικά βλέπω τηλεόραση, αναγκάστηκα να δω μετά τον θόρυβο, κάποιους χρυσοκάνθαρους ιεροφάντες της ελαφρούτσικης χιουμοριστικής κενολογίας, που μεταβλήθηκαν σε άτεγκτους εισαγγελείς για την ελληνική δημοσιογραφία.
Απομόνωσαν απόψεις (όχι ψευδείς ειδήσεις τις οποίες θα έπρεπε να καταγγείλουν), ενίων τηλεοπτικώς προβεβλημένων δημοσιογράφων, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική δημοσιογραφία είναι ελεεινή και τρισάθλια. Οι ίδιοι προκαταλαμβάνοντας ψοφοδεώς τις όποιες αντιδράσεις των συνεπών επαγγελματιών της ενημέρωσης, τις στοχοποίησαν ως στημένες και πληρωμένες.
Και ένα πλήθος που δεν έχει ανοίξει εφημερίδα στη ζωή του (γιατί «όλες ψέματα λένε»), χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ μια σελίδα τους, ένα τμήμα του κοινού που έχει να ανοίξει βιβλίο από την εποχή του σχολείου, ανακάλυψε τον νέο Εωσφόρο της αντιλαϊκής παραπλάνησης.
Και το πλήθος αυτό αφρίζει έμπλεο οργής για τους διαπλεκόμενους δημοσιογράφους που αποπροσανατολίζουν και παραπλανούν τον άδολο λαό. Και η ΕΣΗΕΑ τους δικαίωσε με μια αδιανόητη ανακοίνωση, με την οποία έτυπτε τα στήθη της, γιατί οι δημοσιογράφοι δήθεν δεν καταχωρούσαν τις συναγερμικές ανακοινώσεις των συνδικαλιστών του ΟΣΕ. Δεν διαβάζουν εφημερίδες; Οι εφημερίδες πάντα έγραφαν τις ανακοινώσεις τους ενώ καταχωρούσαν και συνεντεύξεις τους.
Ναι, δεν το έκανε η «ενημερωτική» τηλεόραση. Αλλά από τη φύση της -και δη η ελληνική – στέκεται στον αφρό των τρεχόντων γεγονότων, αξιοποιεί τις εντυπώσεις και το συναίσθημα. Όχι τόσο όμως όπως η εν λόγω «χιουμοριστική» εκπομπή, που ξαφνικά εζήλωσεν δόξαν Λαζόπουλου, και από διασκεδαστές έγιναν κοινωνικοί ιεραπόστολοι της ελευθεροτυπίας.
Η ΕΣΗΕΑ ανέκρουσε πρύμναν και ως μετανοούσα Μαγδαληνή, εξέδωσε τελικά ανακοίνωση που καταγγέλλει το «εύκολο τσουβάλιασμα» που καταλήγει στην ουσιαστική στοχοποίηση δημοσιογράφων από «χιουμοριστικές εκπομπές», λέγοντας ότι αποτελεί «φτηνή εργαλειοποίηση της δικαιολογημένης οργής της κοινωνίας».
Από θέση αρχής ο γράφων είναι κατά τέτοιων ανακοινώσεων. Άλλωστε δεν υπάρχει γενικώς «επάγγελμα», όπως το βλέπει η νυχτερινή διασκεδαστική εισαγγελία. Υπάρχουν Μέσα Ενημέρωσης, ξεχωριστά το καθένα με τη δική του πολιτική γραμμή (όπως συμβαίνει από καταβολής δημοσιογραφίας, εδώ και τρεισήμισι αιώνες). Και ελέγχονται μόνο για ψευδείς ειδήσεις. Όχι για τις απόψεις τους.
Παράλληλα δεν υπάρχουν γενικώς δημοσιογράφοι. Υπάρχουν εξατομικευμένοι επαγγελματίες με την υπογραφή τους, οι οποίοι χρεώνονται την αλήθεια των ειδήσεών τους, το ύφος και το ήθος της γραφής τους. Όσο για τις απόψεις τους, δικαιούνται να τις εκφράζουν. Σωστές ή όχι, αυτό τίθενται στην κρίση των θεατών/ακροατών, αναγνωστών τους, και μόνο.
Να τα πούνε αυτά οι τηλεισαγγελείς στον δημοσιογράφο απεσταλμένο Μέσου πανελλήνιας εμβέλειας, που άυπνος έχει λιώσει στα πόδια του μια εβδομάδα τώρα στα Τέμπη για να κάνει ρεπορτάζ και να μας ενημερώνει.
Αυτόν τον μισθοσυντήρητο, ο οποίος δικαίως απευθυνόμενος στον «σταρ» της εκπομπής, έγραψε: «Άκου γελοίε τυπάκο που έγινες εκατομμυριούχος ως διασκεδαστής. Όταν εγώ έφτασα στα Τέμπη, μαζί με τους συναδέλφους μου, τα παπούτσια μου κολλούσανε πάνω στις πυρωμένες λαμαρίνες. Οι Πυροσβέστες και οι ΕΚΑΒίτες δακρυσμένοι μαζεύανε ανθρώπινα μέλη και στοιβάζανε τις μαύρες σακούλες πλάι στα συντρίμμια. Την ατμόσφαιρα πλάκωνε η πιο άσχημη μυρωδιά που έχω ποτέ νιώσει, ένα μείγμα καμένης σάρκας, λαδιών και λιωμένης λαμαρίνας».
Και ουδείς μπορεί να πει «μα δεν τα λέμε γι’ αυτούς». Και γι’ αυτούς τα λένε, και τα λένε από την είσοδο στα μνημόνια, από όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε το σύνθημα των αντιεξουσιαστών περί αλητών, ρουφιάνων δημοσιογράφων. Και προσφάτως ο ΣΥΡΙΖΑ εξέπεμψε και την κατηγορία περί πετσωμένων ( χρήματα τα οποία πήρε η Αυγή, το Κόκκινο, και η φιλική τους ΕφΣυν) .
Το μέγιστο πρόβλημα όμως δεν είναι οι καταγγελίες περί των δημοσιογράφων. Θα το αντέξουμε. Είναι η στρεβλή επίδραση στην κοινή γνώμη. Πέραν των προαναφερθέντων, άλλοι ελαφρούτσικοι παρουσιαστές, πρωινοί αυτοί που καθημερινά ασχολούνται με τους έρωτες της τάδε ανθυποσελέμπριτι στη Μύκονο, έμαθαν τα προβλήματα του ΟΣΕ και έγιναν - και αυτοί - τηλεοπτικοί εισαγγελείς. Οι ίδιες εκπομπές προσεγγίζουν τις ευάλωτες τραγικές οικογένειες των νεκρών και διαιωνίζουν ένα γλυκερό σήριαλ που στο τέλος θα αποφορτίσει το συναίσθημα των θεατών για τους παθόντες.
Και ένα κοινό χωρισμένο σε Πράσινους και Βένετους (αυτό το κοινό που δεν θέλει δημοσιογράφους αλλά προπαγανδιστές), αποθεώνει μία τηλεοπτική δημοσιογράφο (καλή επαγγελματία κατά τα άλλα, και φίλη όσον με αφορά), για την ατυχή αυθόρμητη ερώτησή της, με την οποία υπαινισσόταν ότι δεν θα έπρεπε η ΝΔ να κατέβει στις εκλογές λόγω Τεμπών. Και έγινε η Πασιονάρια των απανταχού Συριζαίων στα κοινωνικά δίκτυα.
Σε αυτή την πηχτή ατμόσφαιρα χυδαίου λαϊκισμού θα πορευτούμε ώσπου να βγουν τα πορίσματα της Δικαιοσύνης και των εμπειρογνωμόνων. Μετά θα πάει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και πολλά στόματα θα το βουλώσουν.