Αγροτική επανάσταση για να μη χαθεί άλλη μια ευκαιρία

Αγροτική επανάσταση για να μη χαθεί άλλη μια ευκαιρία

Του Γιώργου Φιντικάκη

Τα ελληνικά ροδάκινα είναι από τα πιο ποιοτικά διεθνώς αλλά δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στις παγκόσμιες αγορές, ούτε το ελληνικό ελαιόλαδο, ούτε και τα περίφημα ελληνικά κρασιά, δείγμα της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας του αγροδιατροφικού τομέα, που συνεισφέρει ακόμη στο 25% του ΑΕΠ και στο 30% της απασχόλησης.

Καταχρεωμένοι συνεταιρισμοί, μικροί κλήροι, γηρασμένος πληθυσμός, έλλειμμα καινοτομίας, κοσμογονικές τεχνολογικές εξελίξεις, ανάδυση νέων ανταγωνιστών, όλα αυτά μαζί με πολλά άλλα συνιστούν τις αιτίες ενός χρεοκοπημένου σήμερα μοντέλου στον αγροτικό τομέα, που για να αναταχθεί δεν υπάρχουν «μαγικές λύσεις», παρά η αδήριτη ανάγκη αυτός να ισχυροποιηθεί μέσα από συνενώσεις σε κάθε επίπεδο.

Όταν ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι μόλις 68 στρέμματα, δηλ. όσο το 1/3 του μέσου ευρωπαϊκού όρου, όταν οι περισσότερες από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα και το 95% των επιχειρήσεων τροφίμων απασχολούν λιγότερους από 10 υπαλλήλους, είναι απολύτως φυσιολογικό ο πρωτογενής τομέας να αποδίδει για παράδειγμα σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα 60% λιγότερο απ' ό,τι ο αντίστοιχος της γειτονικής Ιταλίας.

Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για να γυρίσει κάποια στιγμή το παιχνίδι, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι οι συνεργασίες και οι συνενώσεις σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους: Τόσο οριζόντια μεταξύ των αγροτών, δηλαδή μέσω των παραδοσιακών συνεταιρισμών ή και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων, όπως εισηγείται πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, όσο και κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων ή μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων.

Στο ερώτημα ποιος διαβεβαιώνει ότι τώρα θα πετύχει αυτή η «αγροτική επανάσταση» -διότι περί αυτού πρόκειται- όταν κάθε παρόμοια προσπάθεια αποτύγχανε επί δεκαετίες, η απάντηση είναι επίσης απλή: Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, πολύ απλά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων θα υποχωρήσει περαιτέρω, άρα θα συνεχίσουν να μειώνονται τα γεωργικά εισοδήματα και η απασχόληση στον αγροδιατροφικό τομέα, οδηγώντας σε αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, των οποίων η καταπολέμηση αποτελεί το βασικό στοίχημα της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

Δεν αρκεί η μείωση των φόρων

Μπορούν να ανατραπούν αυτές οι τάσεις; Ναι, απαντούν οι ειδικοί, μέσα από στοχευμένες φορολογικές αλλαγές, ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, κυρίως όμως μέσα από δομικές αλλαγές, έμφαση στην εκπαίδευση των παραγωγών και κυρίως συνενώσεις σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους.

Το στοίχημα επομένως για την επόμενη κυβέρνηση είναι τεράστιο. Κεντρικός πυλώνας της πολιτικής της πρέπει να είναι η στήριξη των αγροτικών ενώσεων και των ομάδων παραγωγών, με κάθε εργαλείο και κάθε τρόπο που υπάρχει στη διάθεσή της, αλλά αυτό δεν αφορά μόνο τα κονδύλια του αγροτικού ΕΣΠΑ. Αφορά γενναία φορολογικά κίνητρα που θα ευνοούν τη μεγέθυνση των ενώσεων παραγωγών και θα ωθούν όλο και περισσότερους παραγωγούς, που έχουν αποξενωθεί από τη λογική των συνεταιρισμών, να δραστηριοποιούνται μέσα από αυτούς. Τέτοια εργαλεία μπορεί να είναι η φορολόγηση των αγροτικών σχημάτων με συντελεστή μόλις 10%, η μείωση του εισαγωγικού φόρου εισοδήματος για τους αγρότες από το 22% στο 9%, για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 20%, για τα μερίσματα από το 10% στο 5%.

Από μόνη της όμως η μείωση των φόρων δεν αρκεί. Χρειάζεται, όπως λένε οι ειδικοί, να επανεξεταστεί ο συνεταιριστικός νόμος του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί μνημείο κρατισμού, να δοθούν κίνητρα στους νέους αγρότες, όχι μέσω ψηφοθηρικών -επιδοματικών πολιτικών, να ενισχυθούν όσοι παραγωγοί τολμούν να επενδύσουν σε καινοτόμα προϊόντα, και να παίξουν ενεργό ρόλο, συνδυαστικά με τον ΕΛΓΑ, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στην κάλυψη των ζημιών, ειδικά για όσες προέρχονται από την κλιματική αλλαγή. Να αξιοποιηθεί το πρόγραμμα ενοικίασης δημόσιας γης, για το οποίο τόσα πολλά έχουν γραφτεί στο παρελθόν, να διατεθούν αποτελεσματικότερα τα χρήματα του προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, πολλά από τα οποία λιμνάζουν, να δοθούν πραγματικές και όχι προσχηματικές μάχες για την κατοχύρωση εμβληματικών προϊόντων, όπως η φέτα, να συνδεθεί επιτέλους η αγροτική παραγωγή με άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, η βιομηχανία καλλυντικών και φαρμακευτικών φυτών.

Η μάχη για την αλλαγή κουλτούρας

Αλλά η μεγαλύτερη μάχη που καλείται να δώσει η επόμενη κυβέρνηση είναι να τα βάλει με την κουλτούρα των επιδοτήσεων που, παρ' ότι έχουν μειωθεί δραστικά, εξακολουθεί να κυριαρχεί στον αγροτικό πληθυσμό.

Το εντυπωσιακό είναι ότι παρ' ότι όλοι οι παράγοντες του αγροτικού χώρου αναγνωρίζουν ότι χωρίς εκτεταμένα δίκτυα διανομής, υψηλές δαπάνες μάρκετινγκ, έρευνας και ανάπτυξης, είναι μαθηματικά αδύνατο για μια επιχείρηση να διεκδικήσει μερίδιο στις ξένες αγορές, εντούτοις όταν η συζήτηση φτάνει στις συνενώσεις επικαλούνται κάθε πιθανό επιχείρημα για να τις εμποδίσουν. Το οικογενειακό δίκαιο και η ιδιοκτησιακή κουλτούρα παραμένουν πανίσχυρα στον ελληνικό αγροτικό τομέα, έχοντας τροφοδοτηθεί τόσα χρόνια από τη θηριώδη κρατική παρέμβαση με τη μορφή του δημόσιου δανεισμού, που τον οδήγησε στην πλήρη παραμόρφωση και την υπερχρέωση.

Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα μελέτης της διαΝΕΟσις, σύμφωνα με τα οποία τα ληξιπρόθεσμα χρέη των συνεταιρισμών υπολογίζονται σήμερα σε 2,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 850 εκατ. ευρώ αφορούν χρέη προς την υπό εκκαθάριση Αγροτική Τράπεζα. Έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης, οι ενήμεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί ανέρχονται σε 750 (στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου, Απρίλιος 2019) και το παρήγορο είναι ότι έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με πέρυσι, καθώς στο τέλος του α'' εξαμήνου του 2018 ήταν 608. Το μέγεθος των ανατροπών που έχουν συμβεί στον χώρο δίνει μια απλή σύγκριση, καθώς το 2000 υπήρχαν τυπικά στη χώρα μας 6.500 συνεταιρισμοί, οι οποίοι είχαν σχεδόν 750.000 μέλη, αλλά απασχολούσαν λιγότερους από 10.000 εργαζομένους.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η επίτευξη οικονομιών κλίμακας στον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα θα έρθει ως φυσικό επακόλουθο της δράσης των δυνάμεων της αγοράς. Είναι ουτοπικό, απαντούν όσοι έχουν πραγματική εικόνα της δυναμικής του ελληνικού αγροτικού τομέα.

Έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης, οι συνεταιρισμοί και οι αγροτικές επιχειρήσεις που επέζησαν της κρίσης δεν έχουν τα εφόδια για να αναπτυχθούν με τους αναγκαίους ρυθμούς. Υπερχρεωμένοι πολλοί απ' αυτούς, κάτω από μια ασφυκτική φορολογία, εξουθενωτικά επιτόκια και μια εσωτερική αγορά που αντιμετωπίζει τον ισχυρό ανταγωνισμό της «μαύρης» οικονομίας, δεν διαθέτουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης. Χωρίς κίνητρα, το πολύ να συνεχίσουν να αναπτύσσονται με τους σημερινούς μικρούς ρυθμούς, παρατηρώντας τον ανταγωνισμό να απομακρύνεται προς τα μπροστά.

Το δείχνουν τα επίπεδα των εξαγωγών, που όσο και αν αυξάνονται και πάλι είναι λίγες για να πυροδοτήσουν την αναπτυξιακή διαδικασία, ενώ το κάδρο συμπληρώνουν η απουσία των δανεικών, οι αγρότες που γηράσκουν, χωρίς να αντικαθίστανται από νεότερους, την ώρα που γειτονικές χώρες αναπτύσσουν συνεχώς νέες μεθόδους και προϊόντα.
Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος, όπως λένε οι ειδικοί, είναι οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε πάσης φύσεως συνεργατικά σχήματα, για παράδειγμα φορολογικά, όπως κατάργηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος για την είσοδο σε κάποιο συνεταιρισμό, αλλά και ειδικά κίνητρα για την ένταξη σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας.

Χωρίς τη δημιουργία ενός νόμου που θα δίνει στους συνεταιρισμούς την ευελιξία να καθορίζουν οι ίδιοι, μέσω του καταστατικού τους, την εσωτερική οργάνωση και επιχειρηματική κατεύθυνση που επιθυμούν, μακριά από κρατικές παρεμβάσεις, οι 750 σήμερα συνεταιρισμοί θα συνεχίζουν να παίζουν άμυνα ή -στην καλύτερη περίπτωση- να αναπτύσσονται με χαμηλούς ρυθμούς. Στην ίδια λογική κινείται η δημιουργία ειδικών ηλεκτρονικών εφαρμογών που θα επιτρέπουν στα μέλη των συνεργατικών σχημάτων να παρακολουθούν διαδικτυακά τη δραστηριότητά τους.

Εκεί όμως που πάσχει παραδοσιακά ο χώρος είναι στην εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών πάνω στη βιολογική γεωργία, την καινοτομία, τις ηλεκτρονικές εφαρμογές. Ερώτημα επίσης αποτελεί κατά πόσο το κράτος έχει σήμερα μια ακριβή εικόνα της πραγματικής γεωργικής παραγωγής και των εισοδημάτων που αυτή δημιουργεί, ή η μαύρη οικονομία και οι ελληνοποιήσεις θολώνουν την εικόνα, με αποτέλεσμα τα επίσημα στατιστικά να μη λένε όλη την αλήθεια.

Η αντίληψη ότι πρέπει να μεταβούμε από το μοντέλο της οικογενειακής επιχείρησης σ'' εκείνο της αγροτικής εκμετάλλευσης με ένα σκεπτικό που θα ξεκινά από ράφι, και όχι από το χωράφι, δεν είναι τωρινή. Πολλές κυβερνήσεις επιχείρησαν να την εφαρμόσουν, ωστόσο σκόνταψαν σε κατεστημένες νοοτροπίες και αντιστάσεις, και κυρίως στο πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η αντιπαράθεση με αυτές.