Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Οι προεκλογικές «διευκολύνσεις» που ζητάει ο Αλέξης Τσίπρας από την ΕΚΤ, με αφορμή τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών, δεν έχουν βρει ευήκοα ώτα στη Φρανκφούρτη. Ο πρωθυπουργός θα ήθελε, για παράδειγμα, να αυξηθεί το όριο αγοράς κρατικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες για να μπορέσει να βγει με... δεκανίκια στις αγορές στις αρχές του 2019 ή να υπάρξει κάποια – έστω τυπικού χαρακτήρα – προστασία της α'' κατοικίας μέχρι τις εκλογές.
Ο κ. Τσίπρας κινείται στο ίδιο μοτίβο με το αίτημα για δημοσιονομικές εξαιρέσεις, όπου εξαιτίας των υπερπλεονασμάτων που επιτυγχάνει με την υπερφορολόγηση, προσπαθεί να κερδίσει τη μη περικοπή των συντάξεων, όχι για πάντα, αλλά μόνο για το 2019 που είναι έτος εκλογών.
Ο Μάριο Ντράγκι έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν δέχεται κανένα πισωγύρισμα στις τράπεζες και ζητάει να επιταχυνθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων. Παράλληλα, κατανοεί ότι λόγω της αδυναμίας πρόβλεψης των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, χρειάζεται ένα μείγμα δραστικών λύσεων και ευελιξίας, με αποτέλεσμα να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πολύ κρίσιμο δίλημμα.
Η πρώτη επιλογή του κεντρικού τραπεζίτη είναι να πιέσει ακόμα περισσότερο τις ελληνικές τράπεζες για να υπάρξουν πιο γρήγορα αποτελέσματα στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων, έτσι ώστε να σταλεί το σωστό μήνυμα στις αγορές. Η πρώτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη γίνει με το νέο πιο αυστηρό τριετές πλάνο που θα ανακοινωθεί μέσα στο Νοέμβριο. Αν, ωστόσο, κλιμακωθούν οι πιέσεις, το τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει με ασφυξία καθώς η επενδυτική εμπιστοσύνη βρίσκεται στο ναδίρ εξαιτίας των κυβερνητικών χειρισμών. Και μόνο το γεγονός ότι οι πωλήσεις δανείων θα φτάσουν έως τα 25 δισ. ευρώ καθιστά σαφές ότι οι τράπεζες έχουν ανάγκη από ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να μην «καταναλώσουν» εποπτικά κεφάλαια με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ο κεντρικός τραπεζίτης γνωρίζει, επίσης, ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανάγκη από ένα θετικό καταλύτη, ήτοι ένα βιώσιμο σχέδιο, για να ξεφύγουν από τη χρηματιστηριακή κατάρρευση των τελευταίων εβδομάδων. Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, η Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθεί να προωθήσει ένα τεκμηριωμένο σχέδιο με το οποίο οι τράπεζες θα «ξεφορτωθούν» δάνεια που αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του 30% του συνολικού στόχου μείωσης.
Η άλλη επιλογή του Ντράγκι είναι να δώσει... αέρα στις ελληνικές τράπεζες, επιτρέποντας την σταδιακή προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται. Είναι μία επιλογή που θα χαροποιούσε πολύ την ελληνική κυβέρνηση καθώς θα αύξανε τις πιθανότητες να δοθεί το πράσινο φως για την υλοποίηση των «διευκολύνσεων». Όμως, σε αυτό το σενάριο, και μόνο η πιθανότητα να περάσουν οι επιδιώξεις της κυβέρνησης που έχουν ξεκάθαρο στόχο τις εκλογές, κινδυνεύει να στείλει μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα επαναπαύεται. Αν, για παράδειγμα, αυξηθεί το όριο αγοράς κρατικών ομολόγων οι αγορές θα δουν να ενισχύεται αντί να εξασθενεί η πελατειακή σχέση κράτους-τραπεζών.
Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές εξελίξεις και το επενδυτικό κλίμα θα κρίνουν το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος, ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες που σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνουν το ταχύτερο δυνατό, όπως για παράδειγμα η ανάκτηση οφειλών από στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Με τα κλιμάκια του SSM να βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με τους εγχώριους ομίλους λόγω της κατάρτισης του νέου τριετούς πλάνου, η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι θα πρέπει να γίνουν περισσότερα στο μέτωπο των «μπαταχτσήδων». Σημείο αναφοράς είναι οι υποθέσεις μεγάλων επιχειρηματικών δανείων οι οποίες προχωρούν με αργούς ρυθμούς και δύσκολα ξεμπλοκάρουν αλλά και οι πλειστηριασμοί.
Ακριβώς την κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες, στην οποία κυριαρχεί η αναξιοπιστία και η αβεβαιότητα, ήθελε να αποφύγει ο Μάριο Ντράγκι όταν καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να επιλέξει το δρόμο της προληπτικής γραμμής στήριξης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. Όλες οι εξελίξεις από τις 20 Αυγούστου και μετά συνηγορούν στο γεγονός ότι η χώρα παραμένει σε μνημόνιο χωρίς να έχει προστατευτικό δίχτυ, αφού η χρήση του κεφαλαιακού «μαξιλαριού» όχι μόνο δεν μετριάζει τις ανησυχίες αλλά ενισχύει τους φόβους για νέο μνημόνιο.
Το μόνο που καταφέρνει η απουσία επίσημου προγράμματος είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να υπόσχεται προεκλογικές παροχές και να συντηρεί τις αναταράξεις σε χρηματιστήριο και ομόλογα. Ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρωζώνης θεωρούσε δεδομένο ότι θα υπάρξουν περίοδοι έντασης στις αγορές, τόσο λόγω της Ιταλίας, όσο και εξαιτίας του εμπορικού πολέμου και επιθυμούσε να έχει ένα λιγότερο πρόβλημα να αντιμετωπίσει, ενώ όλα έδειχναν ότι και οι ιταλικές τράπεζες θα βρίσκονταν στο στόχαστρο. Κυβέρνηση, ΤτΕ και ΕΚΤ καλούνται σήμερα να βρουν και να συμφωνήσουν μία πραγματική λύση που θα δείξει ότι η χώρα είναι σοβαρή και δεν παίζεται το μέλλον των τραπεζών στο τραπέζι των εκλογικών επιδιώξεων.