Οι παρενέργειες από την αύξηση των επιτοκίων που είναι αποτέλεσμα της αντιπληθωριστικής στρατηγικής των κεντρικών τραπεζών έχουν αυξήσει στον υπερθετικό βαθμό τις πιθανότητες πιστωτικών συμβάντων, δηλαδή πτωχεύσεων, σε μια σειρά από αναπτυσσόμενες χώρες. Διότι οι χώρες αυτές που έχουν κτυπηθεί όπως όλος ο πλανήτης από την ενεργειακή κρίση, το κύμα του πληθωρισμού και την αδύναμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους που βρίσκονται στην κατοχή επενδυτών από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με στοιχεία του Refinitiv για παράδειγμα, η πιθανότητα πτώχευσης της Σρι Λάνκα μέσα στο 2023 βρίσκεται στο 34,2%, της Ζάμπια στο 26,7%, της Σιέρρα Λεόνε στο 22.3%, της Γκάνα στο 20% και του Πακιστάν στο 17,3%. Το μοντέλο πρόβλεψης των πτωχεύσεων που χρησιμοποιείται, λαμβάνει υπ’ όψιν του τα επίπεδα των συναλλαγματικών αποθεματικών και διαθεσίμων, τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ και την αναλογία των εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών σε σχέση με το ΑΕΠ της κάθε χώρας.
Το ντόμινο πτωχεύσεων έχει ξεκινήσει ήδη μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, στις χώρες της Αφρικής. Οι οποίες παρ’ όλο που δεν θρήνησαν πολλά θύματα από την πανδημία, κτυπήθηκαν με οικονομικούς όρους. Το χρέος των περισσοτέρων χωρών όπως είναι το Μάλι, η Ζάμπια, το Τσαντ, το Τσαντ, η Κένυα και η Γκάνα είναι διαμοιρασμένο ανάμεσα σε ξένους επενδυτές, σε διεθνείς οργανισμούς, στην Κίνα μέσω του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέσω προγραμμάτων αναδιάρθρωσης χρέους. Συνολικά τα πακέτα διάσωσης που έχουν απαιτηθεί για την επάνοδο των αναπτυσσόμενων οικονομιών στην κανονικότητα έχουν ξεπεράσει τα $100 δισ. από το 2019 έως το 2021 και συνολικά τα $240 δισ. από το 2000.
Μόνο η Κίνα έχει διαγράψει ή επαναδιαπραγματευτεί περισσότερα από $78 δισ. που είχε χορηγήσει σαν δάνεια σε διάφορες αφρικανικές χώρες στα πλαίσια όχι μόνο του BRI (Belt and Road Initiative) αλλά και της ευρύτερης κινεζικής οικονομικής διείσδυσης στην Αφρικανική ήπειρο.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι ότι οι πτωχές αναπτυσσόμενες χώρες χρωστούν περισσότερα από $200 δισ. σε αναπτυξιακές τράπεζες, σε ξένους επενδυτές και χρηματοδοτικούς οργανισμούς μέσω διμερών και διακρατικών συμφωνιών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως περισσότεροι από 100 εκατ. κάτοικοι αυτών των χωρών πέρασαν μέσα στο 2022 το κατώφλι της απόλυτης φτώχειας, ανέχειας και πείνας. Και πως δυστυχώς, ό, τι και να κάνουν οι αναπτυγμένες χώρες στον τομέα της διαχείρισης και αναδιάρθρωσης των χρεών αυτών, το μεγαλύτερο βάρος των χρεών που θα παύσουν να εξυπηρετούνται αφορά τον εσωτερικό δανεισμό τους.
Όπως παρατηρούμε και στο ακόλουθο διάγραμμα των Financial Times με στοιχεία από την Bank of America, την BIS, το Bloomberg και τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες από τα $17 τρισεκατομμύρια του χρέους 98 αναπτυσσόμενων χωρών, περισσότερα από τα $15 τρισεκατομμύρια αφορούν εσωτερικό δανεισμό.
Επομένως, δεν είναι τυχαίο που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητά από τις συγκεκριμένες χώρες να στραφούν σε πρώτη φάση στους δανειστές του εσωτερικού και να προχωρήσουν σε συμφωνία μαζί τους και ακολούθως να ζητήσουν επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού τους χρέους. Και όταν το ΔΝΤ τους ζητά να στραφούν στην εσωτερική τους επενδυτική κοινότητα, δηλαδή στις τοπικές τράπεζες, στα τοπικά συνταξιοδοτικά ταμεία, στις τοπικές ασφαλιστικές εταιρείες και στους ιδιώτες, είναι προφανές ότι αυτό θα δημιουργήσει μια σειρά από νέα προβλήματα.
Διότι η μη εξυπηρέτηση του Δημοσίου Χρέους στο εσωτερικό αυτών των χωρών θα οδηγήσει σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος καθώς και την εξαφάνιση των χαρτοφυλακίων των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους οι ιδιώτες επενδυτές.
Είναι φανερό πως οι κυβερνήσεις βρίσκονται μπροστά σε ένα τραγικό δίλημμα. Εάν ζητήσουν από τους ξένους δανειστές να επωμιστούν αποκλειστικά την αναδιάρθρωση ή και διαγραφή μέρους του χρέους, πιθανότατα θα «κλείσουν την πόρτα» στον εξωτερικό δανεισμό. Εάν πάλι κατανείμουν τις ζημίες στην εσωτερική αγορά, τότε το πιθανότερο είναι πως θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια για την ανακεφαλαιποίηση του τραπεζικού συστήματος, για τη στήριξη του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος και για τη στήριξη των νοικοκυριών που θα χάσουν τις αποταμιεύσεις τους.
Τα απόνερα από τις αυξήσεις των επιτοκίων κυρίως της Fed, προσεγγίζουν με ορμή τις ευάλωτες οικονομίες, θέτοντας σε άμεση αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του χρέους τους.