Την υψηλή κεφαλαιακή της επάρκεια και την καλή ποιότητα του ενεργητικού της Εθνικής, επικαλέστηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας κ. Π. Μυλωνάς μιλώντας στους αναλυτές προκειμένου να τεκμηριώσει την μη ύπαρξη ανάγκης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
Η Τράπεζα θα συνεχίσει, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος, με αυτοδύναμη ανάπτυξη επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στην εγχώρια αγορά, στην οποία σχεδιάζει τη διετία 2022 – 23 να χορηγήσει 10 δισ. ευρώ νέα δάνεια.
Όπως εξήγησε ο κ. Μυλωνάς η Εθνική Τράπεζα διαθέτει ήδη τον υψηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 17,1% και τον χαμηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων NPE στο 13,1%. Επομένως με τη «βοήθεια» μίας ακόμη τιτλοποίησης, η οποία θα πραγματοποιηθεί στα μέσα του 2022, θα κατορθώσει να μειώσει το σχετικό δείκτη κάτω από 6% το 2022.
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής θα ληφθεί υπόψιν από τους επόπτες προκειμένου να καθορίσουν το επιθυμητό επίπεδο στο οποίο θα πρέπει να διαμορφωθεί ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης της Τράπεζας.
Η μείωση των κόκκινων δανείων για αυτή τη χρονιά θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στην ολοκλήρωση του προγράμματος τιτλοποίησης Frontier. Η συγκεκριμένη τιτλοποίηση των 6 δισ. ευρώ προχωρά σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Έτσι, με καθυστέρηση ελάχιστων ημερών απ' ότι προβλεπόταν αρχικώς, ο προτιμητέος επενδυτής αναμένεται να επιλεγεί στις αρχές Ιουλίου.
Η προσπάθεια εκκαθάρισης του Ισολογισμού της Τράπεζας κατά δεύτερο λόγο διευκολύνεται από την πολύ καλή συμπεριφορά που επέδειξαν οι δανειολήπτες οι οποίοι είχαν ενταχθεί στο ευεργετικό μέτρο της αναστολής πληρωμής. Η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ήταν σχεδόν μηδενική στο πρώτο τρίμηνο.
Όπως ανέφερε ο κ. Μυλωνάς μετά τη λήξη όλων των μέτρων διευκόλυνσης καταβολής οφειλών στο τέλος του 2020, η κατάσταση πληρωμών των πελατών που είχαν ενταχθεί στα προγράμματα αυτά παραμένει ενθαρρυντική, καθώς ένα ποσοστό χαμηλότερο του 7% των εν λόγω πελατών παρουσιάζει μικρή καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών), ενώ τα ανοίγματα που κατηγοριοποιούνται ως μη εξυπηρετούμενα είναι εξαιρετικά περιορισμένα, σε επίπεδα χαμηλότερα του στόχου που είχε θέσει η Τράπεζα για το 2021.
Έτσι στο πρώτο τρίμηνο 2021, ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε κατά περίπου 200 μ.β. σε τριμηνιαία βάση, αγγίζοντας το 65%, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου να διαμορφώνεται στις 114 μ.β.
Στο σκέλος των χρηματοδοτήσεων η Εθνική διαθέτει επαρκή κεφάλαια αλλά και ρευστότητα (μέσω του προγράμματος ΤLTRO της ΕΚΤ άντλησε άλλο 1 δισ. ευρώ περίπου στο πρώτο τρίμηνο) προκειμένου εν όψει της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας να χορηγεί νέα δάνεια 5 δισ. ετησίως τη διετία 2022–2023.
Για φέτος οι εκταμιεύσεις όπως είπε ο κ. Μυλωνάς αναμένεται να ξεπεράσουν ελαφρώς το στόχο των 3,5 δισ. ευρώ. Ήδη στο πρώτο τρίμηνο τα εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 1,1 δισ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε στο 54,8%.