Αμετάβλητα διατήρησε, όπως αναμενόταν, τα επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη σημερινή συνεδρίασή της, με τον Mario Draghi να δηλώνει πως "μετά το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την παραμονή στην ΕΕ, η εκτίμησή μας είναι ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρωζώνης έχουν ξεπεράσει την αβεβαιότητα και την αστάθεια με εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα".
Στην ανακοίνωσή της, η ΕΚΤ εκτιμά πως “τα επιτόκια θα παραμείνουν στα υφιστάμενα ή και χαμηλότερα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα και πέραν του χρονικού ορίζοντα διενέργειας των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων”.
Ο M. Draghi επιβεβαίωσε ότι οι μηνιαίες αγορές περιουσιακών στοιχείων ύψους 80 δισ. ευρώ θα εξακολουθήσουν να διενεργούνται μέχρι τον Μάρτιο του 2017 ή “και αργότερα”, αν χρειαστεί.
Αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων μέτρων τόνωσης, ο πρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε ότι η τράπεζα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην αγορά και "αν χρειαστεί, το διοικητικό συμβούλιο θα δράσει, χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που του επιτρέπονται".
Όπως δήλωσε, η ανάκαμψη της ευρωζώνης αντιμετωπίζει πολλές αντιξοότητες και οι κίνδυνοι παραμένουν καθοδικοί. Ανάμεσα στα εμπόδια της ανάκαμψης ανέφερε το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου, την επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές αλλά και τον αργό ρυθμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τα δημοσιονομικά μέτρα επίσης στηρίζουν την ανάπτυξη, ανέφερε ο Draghi, εκτιμώντας πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να ξοδεύουν περισσότερα, χωρίς να ξεπερνούν τους κανόνες της Ευρωζώνης.
Αναφερόμενος στις ευρωπαϊκές τράπεζες εκτίμησε πως βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από το 2009, εν μέρει χάρη στις προσπάθειες της ΕΚΤ να ενδυναμώσει τον τραπεζικό κλάδο.
Παράλληλα, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ενός Δημόσιου Ταμείου το οποίο θα μπορεί να απορροφά κόκκινα δάνεια (public backstop). Ο πρόεδρος της ΕΚΤ επισήμανε ότι ένα τέτοιο ταμείο θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμο για την ευρωζώνη.
Διευκρίνισε ωστόσο ότι τόσο η δημιουργία του όσο και η λειτουργία του εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου προϋποθέτει συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικότερα με την αρμόδια Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Competition).
O ίδιος υποστήριξε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες τόσο για την μελλοντική τους κερδοφορία όσο και τη χρηματοδοτική τους ικανότητα.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως είπε, εκτός από τη συνδρομή του εν λόγω Ταμείου, απαιτεί ακόμη συνέπεια από την πλευρά του εποπτικού μηχανισμού, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία μίας δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων. Όσον αφορά στο τελευταίο, επισήμανε ότι ήδη έχουν αναληφθεί νομοθετικές πρωτοβουλίες σε χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες όμως -όπως είπε- δεν είναι επαρκείς.