WSJ: Ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης της ευρωζώνης είναι πολιτικός και άμεσος

WSJ: Ο κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης της ευρωζώνης είναι πολιτικός και άμεσος

Photo by REUTERS/Remo Casilli

Ο φόβος ότι η ευρωζώνη βρίσκεται μόλις ένα «πολιτικό σοκ» μακριά από την καταστροφή, με τον κίνδυνο μάλιστα να εμφανιστεί άμεσα ένα σχετικό σοκ να είναι ανησυχητικά υψηλός, αποσχολεί αρκετούς φορείς χάραξης πολιτικής, όπως μεταδίδει η Wall Street Journal.

Συγκεκριμένα, η κοινή απόψη ευρωπαίων φορέων χάραξης της ευρωπαϊκής πολιτικής και των επικεφαλής οικονομικών στην ετήσια συνέλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον ήταν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα έχει μια μικρή βελτίωση το 2017. Το ίδιο το ΔΝΤ εκτιμά ανάπτυξη 1,7%, μείωση της ανεργίας, αύξηση του τραπεζικού δανεισμού και σταδιακή ενίσχυση του πληθωρισμού το επόμενο έτος.

Ωστόσο, οι ανησυχίες εστιάζονται στον κίνδυνο μετάδοσης κάποιας πολιτικής κρίσης, όπου χώρες ενδέχεται να ενεργήσουν με τρόπο αντίθετο προς το ορθολογικό οικονομικό τους συμφέρον. Οι βασικοί κίνδυνοι για την πορεία της Ευρώπης, που αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, εντοπίζονται στις Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. 

Η Ιταλία ειδικότερα αποτελεί το μεγαλύτερο ερωτηματικό, με πολλούς να θεωρούν σημαντικό ρίσκο το επερχόμενο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές στις 4 Δεκεμβρίου.

Οι αγορές ποντάρουν όλο και περισσότερο ότι ο Matteo Renzi θα παραμείνει πρωθυπουργός, ακόμη και αν χάσει τη ψηφοφορία, αποφεύγοντας νέες εκλογές που ενδέχεται να φέρουν στην εξουσία την λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, του Beppe Grillo. Ωστόσο ο κ Renzi μπορεί να δυσκολευτεί αρκετα να διατηρηθεί αν χάσει με μεγάλη διαφορά.

Ακόμα κι αν συμβεί αυτό βέβαια, μάλλον δεν θα είναι σε θέση να κάνει πολλά, υπό το φόβο ότι θα προκαλέσει νέες αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ιταλίας, καθιστώντας πιο δύσκολο για τις ταλαιπωρημένες ιταλικές τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια. Πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να αναθερμάνει τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ιταλίας και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της.

Παράλληλα, οι δυσκολίες της Πορτογαλίας αποτέλεσαν επίσης πολυσυζητημένο θέμα στην Ουάσιγκτον. Το χρέος της χώρα ανέρχεται στο 130% του ΑΕΠ, με μια κυβέρνηση που εκτιμάται ευρέως ότι έχει αναστρέψει την πορεία των οικονομικών μεταρρυθμίσεεων που επιχείρησε η προηγούμενη.

Όπως επισημαίνει η WSJ, η τύχη της πορτογαλικής κυβέρνησης εξαρτάται τώρα από το σχετικά άγνωστο καναδικό οίκος αξιολόγησης DBRS (ο μόνος που διατηρεί μια αξιολόγηση επενδυτικού βαθμού στο πορτογαλικό χρέος), που θα εξετάσει την επόμενη εβδομάδα το προσχέδιο του πορτογαλικού πορϋπολογισμού προκειμένου να αποφανθεί εάν θα διατηρήσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στο βαθμό που είναι ήδη. Αυτό με τη σειρά του θα καθορίσει αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορεί να συνεχίσει να αγοράζει πορτογαλικά κρατικά ομόλογα.

Ακόμα κι αν η Λισαβόνα ξεπεράσει το εμπόδιο αυτό, το επόμενο στάδιο θα είναι να προσπαθήσει να πείσει τους επενδυτές να επενδύσουν έως και 20 δισ. ευρώ στο πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα, ξεκινώντας με την πώληση τίτλου μειωμένης εξασφάλισης ύψους 1 δισ. ευρώ στην κρατική Caixa Geral de Depositos. Ενδεχόμενη αποτυχία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες της κυβέρνησης να πουλήσει τη Novo Banco, τράπεζα διασώθηκε από την κατάρρευση της Banco Espirito Santo, καθώς και τις προσπάθειες της Millennium BCP για την άντληση κεφαλαίων.

Μια τραπεζική κρίση ενδέχεται να αναγκάσει τη Λισαβόνας να αναζητήσει ένα νέο πακέτο διάσωσης, εγείροντας ερωτήματα αναπόφευκτα για το κατά πόσον τα ομόλογα της χώρα θα έχουν απώλειες.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα σύμφωνα με τη WSJ παραμένει μία πανταχού παρούσα πηγή κινδύνου. Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν για την εκταμίευση της επόμενης δόσης ύψους 2,8 δισ. ευρώ του τρέχοντος πακέτου διάσωσης, ωστόσο, η Αθήνα είναι πιθανό να ξεμείνει από χρήματα και πάλι το επόμενο έτος.

Επιπλέον, η επόμενη εκταμίευση του πακέτου διάσωσης δόση θα εξαρτηθεί από την πλήρη αξιολόγηση του προγράμματος και θα πρέπει να επικυρωθεί με ψηφοφορία στη γερμανική βουλή. Κάτι που θα θέσει το πλαισιο ακόμα μίας αναμέτρησης ανάμεσα σε Βερολίνο και ΔΝΤ, με το Ταμείο να έχει θέσει προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, την οποία η Γερμανία συνεχίζει να αρνείται.

Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble έχει πείσει την Bundestag (γερμανική βουλή) να εγκρίνει ήδη δύο πακέτα διάσωσης υποσχόμενος συμμετοχή του ΔΝΤ. Όπως εκτιμά η WSJ, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να το κάνει για τρίτη φορά αυξάνοντας την προοπτική μιας νέας πολιτική κρίσης ενόψει των γερμανικών εθνικών εκλογών το επόμενο φθινόπωρο.

Οποιαδήποτε από αυτά τα σενάρια έχει τη δυναμική να προκαλέσει ένα σπιράλ τρόμου στην ευρωζώνη. Οι φορείς χάραξης πολιτικής φοβούνται ότι με την τρέχουσα ασθενική κατάσταση - και με εκλογές να πλησιάζουν σε Γαλλία, Γερμανία και Κάτω Χώρες- η ικανότητα της ευρωζώνης να βρει συλλογικές πολιτικές απαντήσεις στα ενδεχόμενα πλήγματα έχει μειωθεί.

Την ίδια στιγμή, η ικανότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ηγηθεί της διάσωσης της ευρωζώνης έχει επίσης αποδυναμωθεί εν μέσω φόβων ότι η νομισματική πολιτική της ενδέχεται να προκαλεί τελικά περισσότερο κακό παρά καλό. Αξιωματούχοι της Τράπεζας αναγνώρισαν στην Ουάσιγκτον τις αρνητικές παρενέργειες που έχουν τα αρνητικά επιτόκια και την αδυναμία των τραπεζών καθώς τα περιθώρια δανεισμού συμπιέζονται. Παράλληλα, η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει και πολιτικές παρενέργειες, ειδικά στη Γερμανία, όπου ορισμένοι φοβούνται ότι ενισχύει την υποστήριξη στο ξενοφοβικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα AFD.

Φυσικά, επισημαίνει η WSJ, το σπιράλ τρόμου μπορεί επίσης να καταστεί και ένας ενάρετος κύκλος, εάν η ευρωζώνη καταφέρει να μετατοπίσει αυτά τα ορμητικά πολιτικά ζητήματα στο επόμενο έτος. Η εμπιστοσύνη θα βελτιωθεί, γεγονός που θα καταστήσει ευκολότερο για τις τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια. Αυτό θα τους επιτρέψει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση των επισφαλειών, δίνοντας στις επιχειρήσεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για να επενδύσουν, ώστε να δημιουργηθεί έναν ευνοϊκότερο οικονομικό κλίμα στο οποίο οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να εφαρμόσουν τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Ακόμα κι ένα τέτοιο θετικό πολιτικό σοκ ωστόσο, θα περιέχει μεσοπρόθεσμους κινδύνους. Σε τελευταία ανάλυση, η Γερμανία βρίσκεται ήδη κοντά σε εξάλειψη της ανεργίας της με τους μισθούς παράλληλα να αυξάνονται, ενισχύοντας την προοπτική ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη να φτάσει στο στόχο του νωρίτερα από το αναμενόμενο οδηγώντας σε τέλος την ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ.

Αυτό ωστόσο θα αφαιρέσει τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη για τα ομόλογα ορισμένων από τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης. Και μια έλλογη πολιτικά ευρωζώνη, σημειώνει καταλήγοντας η WSJ, θα πρέπει να σκέφτεται από τώρα τρόπους για να μετριάσει τον κίνδυνο αυτό.