Του Βασίλη Γεώργα
Στο Βερολίνο την ερχόμενη Παρασκευή θα κριθούν όλα. Και το πώς θα κλείσει η αξιολόγηση και το αν η Ελλάδα θα λάβει εγκαίρως την πολύτιμη δόση των 6,1 δισ. ευρώ και το είδος της διευθέτησης του χρέους και των υποσχετικών που θα δοθούν στη χώρα για να επιτευχθεί ο απώτερος κυβερνητικός στόχος της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση.
Κυρίως, όμως, στη συνάντηση των «πέντε ισχυρών» του λεγόμενου Washington Group που συγκαλείται με τη συμμετοχή των υπουργών οικονομικών της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, εκπροσώπων του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα κριθεί το πόσο σκληρά θα είναι τα πρόσθετα μέτρα που θα κληθεί να λάβει η Ελλάδα.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι την περασμένη φορά (Απρίλιος) που βρέθηκαν όλοι μαζί οι δανειστές για να ξεπεραστούν οι εμπλοκές με την Ελλάδα και να δοθούν πολιτικές λύσεις, αποφασίστηκε ο «κόφτης» και επισημοποιήθηκε στο Eurogroup του Μαΐου.
Τι θα συμβεί αν δεν υπάρξει συμφωνία
Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην κατάσταση που όλα είναι στον αέρα. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε και του ΔΝΤ για τη συμμετοχή του δεύτερου στο ελληνικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση καθώς πολλές οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Ολλανδίας κ.α, δεν μπορούν να ζητήσουν από τα κοινοβούλιά τους εκταμίευση δανείων εφόσον δεν υπάρχει το ΔΝΤ στο παιχνίδι. Αν δεν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, η Ελλάδα θα βρεθεί χωρίς χρηματοδότηση σε μια περίοδο που έχει ανάγκη τις δόσεις για να αποπληρώσει χρέη στους δανειστές και ληξιπρόθεσμες οφειλές στο εσωτερικό, και παράλληλα η διευθέτηση του χρέους θα είναι πολύ κατώτερη των προσδοκιών που έχουν καλλιεργηθεί στο εσωτερικό και τις αγορές. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει αποκλειστικά στο δεκανίκι της ΕΚΤ για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, με αμφίβολα αποτελέσματα για την άνοδο των τιμών των ομολόγων και στην μείωση των αποδόσεων στα οποία ποντάρουν κυρίως οι τράπεζες.
Ζητούν πρόσθετα μέτρα για να σιγουρέψουν τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020
Στην ουσία η Ελλάδα παραμένει μια μπάλα του πινγκ πονγκ που πηγαίνει από την μια άκρη του τραπεζιού στην άλλη. Και ενώ είναι πολλοί στη χώρα μας που πιστεύουν ότι η συνάντηση της Παρασκευής στο Βερολίνο θα είναι «για το καλό της χώρας», υπό την έννοια ότι θα επιδιωχθεί να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός της Ευρώπης με το ΔΝΤ, η πραγματικότητα μπορεί τελικά να αποδειχθεί πολύ δύσκολη και για την οικονομία και για την κυβέρνηση.
Η Ελλάδα μπορεί να «κερδίσει» ως και 30 δισ. ευρώ σε βάθος 30ετίας από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, η κρίση μπορεί να αποφευχθεί για μια ακόμη φορά, αλλά το τίμημα θα είναι ακριβό. Η κυβέρνηση το γνωρίζει ήδη και γι'' αυτό επικρατεί αναβρασμός στο Μέγαρο Μαξίμου που χθες έσπευσε να υποβαθμίσει τη σημασία του Washington Group σημειώνοντας ότι «θα συζητηθούν πολλά, είναι λογικό να συζητηθεί και το ελληνικό χρέος».
Θεωρείται βέβαιο ότι και αυτή τη φορά η Ελλάδα θα κληθεί να δεσμευτεί για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα και περικοπές. Αυτό που δεν γνωρίζει κανείς και το θα πληροφορηθούμε από την Παρασκευή και μετά, είναι πόσο δύσκολο θα είναι να τα σηκώσει η ελληνική οικονομία αλλά και να τα αντέξει η κυβέρνηση Τσίπρα χωρίς να εξανεμίσει πλήρως το πολιτικό της κεφάλαιο.
Τα εργασιακά είναι το λιγότερο μπροστά στις συντάξεις και το αφορολόγητο
Από χθες το λιγότερο που απασχολεί την κυβέρνηση και τους δανειστές είναι η εμπλοκή στα εργασιακά. Οι αποφάσεις είναι δύσκολες αλλά μπορούν να χωνευτούν.
Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στις απαιτήσεις των δανειστών για τα δημοσιονομικά: της ευρωπαϊκής τρόικας που ζητά να τηρηθούν οι στόχοι των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% τουλάχιστον μέχρι το 2020, και του ΔΝΤ που ζητά να ληφθούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα εφόσον δεν περάσει η δική του πρόταση για μείωση του στόχου των πλεονασμάτων στο 1,5%.
Η πρόθεση των δανειστών να διατηρήσουν τους στόχους των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και μετά το 2018, αποτυπώνεται στο σχέδιο επικαιροποιημένου μνημονίου που παρέδωσαν στην κυβέρνηση: Εκεί αναφέρεται ότι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπεται η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% (δηλαδή 6,3 δισ. ευρώ το χρόνο) για το διάστημα 2018, 2019 και 2020. Ακόμη και αν μετά το 2021 υπάρξει συμβιβασμός να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα λ.χ. στο 2,5%, οι στόχοι έως τότε συνεπάγονται νέα μέτρα, καθώς ήδη για το 2018 και παρά την προβλεπόμενη ανάπτυξη, οι δανειστές εντοπίζουν δημοσιονομικό κενό 600 εκατ. ευρώ και ζητούν να καλυφθεί με περικοπές δαπανών.
Για το 2019, το 2020 και μετά δεν υπάρχει πρόβλεψη.
Το μόνο που υφίσταται στο τραπέζι είναι οι προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να μειωθούν οι συντάξεις κατά τουλάχιστον 30% και να περικοπεί κατά τουλάχιστον 50% το αφορολόγητο όριο…