Η εκτόξευση των τιμών άνθρακα και φυσικού αερίου απεικονίζει την πολυπλοκότητα της ενεργειακής μετάβασης του πλανήτη. Ενώ η ζήτηση για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξάνεται, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών σήμερα και οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν ευμετάβλητες καθώς οι επενδύσεις σε νέες πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ανεπαρκείς και η μετάβαση σε άλλες πηγές θα πάρει μεγάλο χρονικό διάστημα, επισημαίνει σε έκθεση της η ελβετική επενδυτική τράπεζα UBS.
Eκτιμά ότι οι τιμές γαιάνθρακα και φυσικού αερίου θα κορυφωθούν προς το τέλος της φετινής χρονιάς και θα υποχωρήσουν το 2022, ωστόσο τα ρίσκα παραμένουν σημαντικά καθώς πλησιάζει ο χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο.
Ένας πιο κρύος χειμώνας αποτελεί ρίσκο που μπορεί να οδηγήσει σε νέα έξαρση των τιμών, εξέλιξη που θα επιβαρύνει τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.
«Μετά την περυσινή αναταραχή στις αγορές ενέργειας οι τιμές άνθρακα, φυσικού αερίου και σε μικρότερο βαθμό ακατέργαστου πετρελαίου ανέκαμψαν δυνατά πρόσφατα. Η τιμές φυσικού αερίου στις ΗΠΑ έχουν σημειώσει άνοδο 122% φέτος φθάνοντας επίπεδα που τελευταία φορά είδαμε το 2014. Στην Ευρώπη οι τιμές φυσικού αερίου εκτοξεύτηκαν κατά 330%–410% σε νέα υψηλά ρεκόρ».
«Στην Ασία, παρόλο που η άνοδος των τιμών αερίου LNG υπήρξε συγκριτικά πιο ήπια (+130%), τα επίπεδα και εκεί σπάνε ρεκόρ. Οι τιμές άνθρακα στην Ευρώπη και την Ασία έχουν αναρριχηθεί σε επίπεδα ρεκόρ, πάνω από τα $200/mt.
Η τιμή πετρελαίου τύπου Brent έχει ανεβεί πάνω από τα $80 το βαρέλι, υψηλό τριετίας. Οι οροφές που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις και τα συμβόλαια που έχουν κλείσει πριν την εκτόξευση των τιμών σημαίνουν ότι οι καταναλωτές πιθανότατα θα δουν μικρότερες αυξήσεις συγκριτικά στους λογαριασμούς ηλεκτρικού», σημειώνει η έκθεση της UBS.
Η τρέχουσα δυναμική στις αγορές ενέργειας δείχνει το στρες και την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αν οι τιμές ενέργειας διατηρηθούν στα τρέχοντα επίπεδα για αρκετούς μήνες, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις παγκοσμίως πιθανότατα θα αισθανθούν τις επιπτώσεις από τα υψηλότερα κόστη ηλεκτρικής ενέργειας το 2022.
«Κοιτάζοντας μπροστά και υποθέτοντας κανονικές εποχιακές συνθήκες, εκτιμούμε ότι οι τιμές ενέργειας θα μετριασθούν τον επόμενο χρόνο καθώς η προσφορά θα αυξηθεί και τα αποθέματα θα ανακάμψουν. Νέα παραγωγική ικανότητα άνθρακα και φυσικού αερίου σε μερικές περιοχές θα συμβάλλει επίσης. Η νέα αυτή παραγωγική δυνατότητα μπορεί να επιταχύνει την υποχώρηση των τιμών όταν η ζήτηση επιβραδυνθεί εποχιακά στο βόρειο ημισφαίριο αν ο χειμώνας αποδειχτεί πιο ήπιος από ότι αναμένεται. Γενικότερα, η επίπτωση στο ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα είναι ήπια αλλά το πλήγμα μπορεί να είναι μεγαλύτερο αν οι τιμές εκτοξευτούν πάλι και προκαλέσουν αναταραχή στη βιομηχανική παραγωγή», προβλέπει η UBS.
Μετά από πτώση 1% το 2020, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) προβλέπει ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί κατά 4,5% φέτος, αύξηση που θα είναι η ταχύτερη εδώ και μια δεκαετία.
Ο άνθρακας και το φυσικό αέριο είναι τα κύρια καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παγκοσμίως, ο άνθρακας έχει μερίδιο 35% και το φυσικό αέριο μερίδιο 23%. Η ζήτηση για άνθρακα οδηγείται κυρίως από την Κίνα και την Ινδία που αντιπροσωπεύουν συνολικά τα δύο τρίτα της παγκόσμιας κατανάλωσης άνθρακα. Αν εξαιρεθούν οι δύο αυτές χώρες, το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρισμού αυξάνεται από 23% στο 34% και το μερίδιο του άνθρακα πέφτει από 35% στο 19%.
Στην Ευρώπη η αύξηση της τιμής φυσικού αερίου έχει επηρεαστεί και από άλλους παράγοντες. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι το κύριο καύσιμο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού (24%) στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ακολουθεί το φυσικό αέριο (20%).
Μικρότερη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές τις πρόσφατες εβδομάδες έχει ενισχύσει τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα.
Επίσης η Ευρώπη έχει γίνει πιο εξαρτημένη στις εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών από τη Ρωσία και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ και το Κατάρ.
Την περίοδο 2014 έως 2019 η παραγωγή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, με εξαίρεση τη Ρωσία, σημείωσε πτώση 12% ενώ η ζήτηση αυξήθηκε κατά 11%. Φέτος, η συντήρηση αγωγών και εγκαταστάσεων παραγωγής φυσικού αερίου στη Ρωσία, που είχε αναβληθεί λόγω της πανδημίας, είχε επιπτώσεις στην παραγωγή και στις εξαγωγές από τη Ρωσία στην Ευρώπη.
Επιπρόσθετα, τα χαμηλά αποθέματα στο εσωτερικό και η ανάγκη να αναπληρωθούν περιόρισαν τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
«Πόσο υψηλότερα μπορεί να φτάσουν οι τιμές φυσικού αερίου; Οι προοπτικές για τις τιμές αερίου επηρεάζονται από δύο παράγοντες, τον ρυθμό πρόσθετης δυνατότητας παραγωγής και την επίπτωση των χειμερινών θερμοκρασιών στη ζήτηση για φυσικό αέριο. Από πλευράς ζήτησης η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος είναι ανελαστική ως προς την τιμή. Ποιός θα ήθελε να κλείσει τη τηλεόραση του το βράδυ, να μη φορτίσει το κινητό του η να μείνει στο σκοτάδι στο σπίτι του; Aν η προσφορά δεν καταφέρει να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση οι τιμές θα συνεχίσουν την άνοδο μέχρι τα πρώτα σημάδια καταστροφής της ζήτησης».
«Πιο κρύες θερμοκρασίες από τις κανονικές του χειμώνα μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή την εξέλιξη και είναι ο κύριος κίνδυνος στην πρόβλεψη μας ότι οι τιμές θα κορυφωθούν το τέταρτο τρίμηνο του 2021».
«Η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί αν υπάρξουν περιορισμοί των εξαγωγών, για παράδειγμα αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίσει να απαγορεύσει τις εξαγωγές LNG για να οδηγήσει τις τιμές χαμηλότερα στο εσωτερικό. Οι ΗΠΑ είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου μετά την Αυστραλία και το Κατάρ.»
«Περιορισμοί στις εξαγωγές ρωσικού αερίου είναι επίσης ένα σημαντικό ρίσκο, ιδιαίτερα αν η ζήτηση εκτοξευτεί. Υπάρχει βέβαια και το εναλλακτικό σενάριο με τη Ρωσία να προσφερθεί να ισορροπήσει την κατάσταση στην Ευρώπη προκαλώντας άμεση πτώση στις τιμές παραγώγων του φυσικού αερίου στην αγορά TTF της Ολλανδίας και στη Βρετανία.»
Πρόσθετες εξαγωγές από τη Ρωσία θα βοηθούσαν στην εξομάλυνση της κατάστασης στην Ευρώπη αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πόση πρόσθετη δυνατότητα έχει η Ρωσία για να αυξήσει την παραγωγή από τα τρέχοντα επίπεδα. Τα σχεδόν πλήρη ρωσικά αποθέματα φυσικού αερίου μπορεί να ενισχύσουν τις ροές προς την Ευρώπη αλλά αν υπάρξει βαρύς χειμώνας στη Ρωσία θα δοθεί προτεραιότητα στην εσωτερική ζήτηση αντί στις εξαγωγές, εκτιμά η UBS.