Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Κανένα εορταστικό κλίμα και καμία νότα αισιοδοξίας. Οι παγκόσμιες αγορές βιώνουν ένα πρωτοφανές sell-off που... μοιάζει με κρίση - αλλά χωρίς να έχει συμβεί κάποιο καταστροφικό γεγονός - τρομάζοντας ακόμη περισσότερο τους επενδυτές σε ολόκληρο τον πλανήτη, με αποτέλεσμα οι ελληνικοί τίτλοι να μοιάζουν έρμαια των διαθέσεων κάθε λογής κερδοσκόπων.
Αυτό που συμβαίνει είναι πραγματικά αδιανόητο σε περίοδο «ειρήνης». Ο Dow Jones σημείωσε στις συναλλαγές της Τετάρτης τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο της 122 ετών ιστορίας του, με κέρδη 1.048,98 μονάδων (+4,81%), όχι για να «γιορτάσει» κάποια πολύ θετική εξέλιξη αλλά απλώς για να «καλύψει» τις απώλειες μεταξύ δύο και μόνο συνεδριάσεων. Η χθεσινή άνοδος μπορεί να ανεβάζει τα κέρδη σε 1.300 μονάδες σε δύο συνεδριάσεις ωστόσο δεν αρκεί για να καταλαγιάσει τις ανησυχίες. Άλλωστε, ο βασικός δείκτης της Wall Street διανύει τον χειρότερο Δεκέμβριο της ιστορίας του και μας έχει συνηθίσει σε ημερήσιες απώλειες άνω του 2%, αποδεικνύοντας ότι η μεταβλητότητα είναι η «βασίλισσα» των αγορών.
Στην Ευρώπη, τα χρηματιστήρια υποχρεώνονται σε χαμηλά 2 ετών (με τον DAX να χάνει 2,37%) και πλησιάζουν ακόμη περισσότερο σε «bear market», με την ΕΚΤ να προειδοποιεί ότι ο προστατευτισμός θα «τσακίσει» την παγκόσμια ανάπτυξη το 2019. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μέσα στα Χριστούγεννα, στην περίοδο δηλαδή που παραδοσιακά οι μετοχές δέχονται ώθηση, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν απώλειες που καταγράφηκαν μέσα στο έτος.
Αβεβαιότητα, νευρικότητα και απαισιοδοξία είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που συμπαρασύρουν τους έτσι κι αλλιώς απομονωμένους ελληνικούς τίτλους. Το ελληνικό χρηματιστήριο εμφανίζει σημάδια... σήψης κάτω από τις 600 μονάδες και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε επίπεδα κρίσης (άνω του 4,3% το 10ετές). Υποδεικνύεται, έτσι, ότι αφενός η πλασματική ανάπτυξη του 2% δεν είναι ικανή να βγάλει την Ελλάδα από την μιζέρια των τελευταίων ετών και αφετέρου η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας μέσα στο 2019 θα είναι ένα πολύ δύσκολο στοίχημα που θα κερδηθεί μόνο αν υπάρξει ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ.
Το spread μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων εκτινάσσεται στις 416 μονάδες βάσης, ενώ με τα ιταλικά ομόλογα οι ελληνικοί τίτλοι έχουν διαφορά 160 μονάδων βάσης, όταν κατά τη διάρκεια της ιταλικής κρίσης τα χώριζαν περίπου 100μ.β. Ο ΟΔΔΗΧ ανακοίνωσε την παραμονή των Χριστουγέννων τη στρατηγική χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου για το 2019, στην οποία κάνει λόγο για συνολικές εκδόσεις ύψους από 3 έως 7 δισ. ευρώ (σε 3 σενάρια), ανάλογα με τις συνθήκες και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις. Τονίζει δε, ότι η ύπαρξη του κεφαλαιακού «μαξιλαριού» ύψους 26,5 δισ. ευρώ θωρακίζει τη χώρα απέναντι στους κινδύνους των αγορών.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έχει ξεκάθαρο πλάνο για την έξοδο στις αγορές, πόσο μάλλον για την επιστροφή της χώρας μας σε συνθήκες... φυσιολογικής χρηματοδότησης, ήτοι μέσω της έκδοσης και 10ετών ομολόγων με βιώσιμα επιτόκια. Και αν αρχίσει να «ροκανίζει» το κεφαλαιακό απόθεμα θα αυξηθεί ο κίνδυνος να βρεθούμε αντιμέτωποι με νέα κρίσης χρέους, μία εξέλιξη στην οποία συνεχίζουν και αναφέρονται γερμανικά μέσα.
Στο μεταξύ, οι παράγοντες που εγκλωβίζουν τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στη δίνη των εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων είναι πολλοί. Από την κυβερνητική απραξία αναφορικά με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την έντονη παροχολογία, μέχρι την προεκλογική ατμόσφαιρα, τα προβλήματα των τραπεζών και το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον. Μετά τη χθεσινή πτώση, ο ΓΔ υποχωρεί μέσα στο έτος 25,5%, που σημαίνει ότι το 2018 ενδέχεται να αποδειχθεί χειρότερο από το 2017 και το 2015.
Οι αναλυτές των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων συμφωνούν ότι το 2019 θα είναι έτος τρομακτικών προκλήσεων για την παγκόσμια οικονομία και αποστροφής κινδύνου, ενώ για την Ελλάδα πολλά θα κριθούν από τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Η νευρικότητα προκαλεί μεταβλητότητα και η μεταβλητότητα κάνει τους επενδυτές υπερβολικά επιφυλακτικούς, με αποτέλεσμα να μένουν μακριά από επενδύσεις υψηλού ρίσκου. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τα εγγενή προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας και μάλιστα σε εκλογικό έτος, τότε είναι προφανές ότι το 2019 η Ελλάδα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της για να «επιβιώσει».
Κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι αρκεί η πολιτική αλλαγή για να δοθεί ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και να εμφανίσει η χώρα μας ρυθμούς ανάπτυξης 4% ή 5%, τότε πλανώνται πλάνην οικτράν. Είναι αλήθεια ότι τόσο ο επιχειρηματικός κόσμος όσο και μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια τηρούν στάση αναμονής, θέλοντας να δουν τη νέα ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόζει πιο φιλικές για την επιχειρηματικότητα πολιτικές, μακριά από την στενωπό των μνημονίων, της ύφεσης και των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Όμως χρειάζονται δραστικές κινήσεις σε όλα τα μέτωπα που έμειναν ανοιχτά από την παρούσα κυβέρνηση και μάλιστα χωρίς καμία καθυστέρηση. Επίσης, στη νέα πραγματικότητα η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να πρέπει να απορροφήσει και τους κραδασμούς διαδοχικών αναταράξεων στα διεθνή χρηματιστήρια.