Συνεχίστηκε και το μήνα Νοέμβριο η αύξηση των καταθέσεων στις τράπεζες από νοικοκυριά κι επιχειρήσεις. Αντίθετα μειώθηκαν για άλλη μια φορά οι καταθέσεις του δημοσίου. Παράλληλα φαίνεται ότι η περίσσεια κεφαλαίου που συσσωρεύεται στις τραπεζικές καταθέσεις, διοχετεύεται κυρίως στη χρηματοδότηση του εγχώριου δημοσίου τομέα και πολύ λιγότερο του ιδιωτικού τομέα.
Αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης Ελλάδος (ΤτΕ) φαίνεται ότι για πρώτη φορά το υπόλοιπο του συνόλου των καταθέσεων, επανέρχεται στο επίπεδο του 2014. Ειδικότερα το μήνα Νοέμβριο σημειώθηκε νέα καθαρή αύξηση του υπολοίπου των τραπεζικών καταθέσεων κατά 2,72 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή ακολουθεί την καθαρή αύξηση 2,32 δισ. ευρώ που σημειώθηκε το μήνα Οκτώβριο και την αύξηση κατά 1,0 δισ. ευρώ το μήνα Σεπτέμβριο.
Το υπόλοιπο των τραπεζικών καταθέσεων στο τέλος του περασμένου Νοέμβρη ανήλθε σε 168,68 δισ. ευρώ και συνιστά το υψηλότερο υπόλοιπο για καταθέσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, μετά τον Δεκέμβριο του 2014. Προς την κατεύθυνση αυτή, συμβάλλει καθοριστικά η αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα δηλαδή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αντίθετα αρνητικά συμβάλλει η μείωση των καταθέσεων του δημοσίου τομέα, ο οποίος «ρίχνει χρήμα» στην αγορά προκειμένου να στηρίξει επιχειρήσεις και ιδιώτες εν μέσω πανδημικής κρίσης.
Η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων δεν αφορά μόνον στο τελευταίο τρίμηνο (Σεπτ. - Νοε. 2020). Κατά τους τελευταίους 12 μήνες, οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 14,66 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση περίπου 9,5% από τον Νοέμβριο του 2019. Η πιο μεγάλη αύξηση πάντως σημειώνεται μετά τον περασμένο Μάρτιο, που ξεκίνησε η πανδημική κρίση. Η αύξηση των καταθέσεων ανέρχεται σε 11,4 δισ. ή 7,2%. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, είναι ότι λόγω των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων, οι πολίτες καταναλώνουν λιγότερο και άρα αποταμιεύουν περισσότερο.
Το ίδιο ισχύει και στις επιχειρήσεις, τα αποθεματικά των οποίων αυξάνουν συνεχώς. Μάλιστα η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων των επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι στα νοικοκυριά. Σε 12μηνη βάση η αύξηση των καταθέσεων του συνόλου τω επιχειρήσεων ανέρχεται σε 45,1% -από 24,6 δισ. ευρώ το Νοέμβριο του 2019 τον περασμένο Νοέμβριο ανήλθαν σε 35,7 δισ. ευρώ. Οι αντίστοιχη μεταβολή στα νοικοκυριά είναι 7,0% αλλά παραμένει σημαντική, δεδομένου ότι αναφερόμαστε σε καταθέσεις πολύ μεγαλύτερου ύψους, 123 δισ. ευρώ.
Οι μόνες καταθέσεις που μειώνονται είναι εκείνες του δημοσίου. Ειδικά μετά την πανδημική κρίση η μείωση αυτή επιταχύνθηκε, καθώς η κυβέρνηση παρέχει στήριξη σε επιχειρήσεις και ιδιώτες (εργαζόμενους). Σύμφωνα με την ΤτΕ, το υπόλοιπο του συνόλου των καταθέσεων της Γενικής Κυβέρνησης τον περασμένο Νοέμβριο διαμορφώθηκε σε 9,98 δισ. ευρώ, σημειώνοντας υποχώρηση κατά 4,44 δισ. ευρώ από τον Νοέμβριο του 2019 και κατά 5,05 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2020. Το χαμηλό υπόλοιπο καταθέσεων αυτό, είχε διαμορφωθεί ξανά στο παρελθόν, τον Οκτώβριο του 2016.
Χρηματοδότηση
Από την άλλη πλευρά φαίνεται ότι η συγκέντρωση κεφαλαίου που συντελείται στις τράπεζες, διοχετεύεται σε ποσοστό 90% στον δημόσιο τομέα. Μόλις το 10% της χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας κατευθύνεται στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που στο παρελθόν είχε προκαλέσει τις συστάσεις του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος προς τις τράπεζες να ανοίξουν τις κάνουλες χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα.
Το μήνα Νοέμβριο η καθαρή αύξηση της χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας ανήλθε σε 1,88 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,65 δισ. ευρώ ήταν ροή προς το δημόσιο τομέα και μόλις 0,23 δισ. ευρώ προς τον ιδιωτικό τομέα. Για το τελευταίο τρίμηνο (Σεπτ.-Νοε. 2020) η καθαρή αύξηση χορηγήσεων, τοποθετήσεων κλπ., ανήλθε σε ύψος 6,67 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 6,07 δισ. ευρώ (91%) κατευθύνθηκαν προς τον δημόσιο τομέα και μόλις 0,6 δισ. ευρώ (9%) προς τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ακόμη ότι η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, αφορά κατά κύριο λόγο τις επιχειρήσεις και μάλιστα τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίθετα αρνητική είναι η χρηματοδότηση ιδιωτών με την χορήγηση καταναλωτικών, στεγαστικών κλπ. δανείων, κατά τους τελευταίους τρεις μήνες. Επίσης πολύ χαμηλή είναι και η πιστωτική επέκταση προς τους ελεύθερους επαγγελματίες.