Τα τελευταία 75 χρόνια η Ελλάδα έγινε δύο φορές αποδέκτης μεγάλων πακέτων οικονομικής βοήθειας από το εξωτερικό: το 1948-51 και το 1982-95. Και τις δύο φορές αποτύχαμε να χρησιμοποιήσουμε τα κεφάλαια που μας δωρίστηκαν για να μετασχηματίσουμε την οικονομία μας και να συγκλίνουμε με τους δυτικούς εταίρους μας.
Το πραγματικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε στις εκλογές του 2023 είναι το εάν θα σπαταλήσουμε σε κατανάλωση και περαιτέρω πλουτισμό της κρατικοδίαιτης ολιγαρχίας το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το τρίτο – και, κατά πάσα πιθανότητα, τελευταίο - μεγάλο πακέτο οικονομικής βοήθειας που έχει αρχίσει να λαμβάνει η χώρα μας, ή εάν θα επενδύσουμε στην ανταγωνιστικότητα και θα δημιουργήσουμε στέρεα θεμέλια για την ευημερία όλου του λαού τις επόμενες δεκαετίες.
Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών. Όχι το ποιο κόμμα θα κυβερνήσει, ποιος θα είναι πρωθυπουργός και ποιος θα αναλάβει το υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.
Τον Μάρτιο του 1947, όταν η Ελλάδα ήταν βυθισμένη στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και η Βρετανία δήλωνε αδυναμία να εξακολουθήσει να χρηματοδοτεί και να εξοπλίζει την Ελληνική κυβέρνηση, ο Πρόεδρος Τρούμαν κάλεσε το Κογκρέσο σε κοινή συνεδρίαση και ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ δε θα επιτρέψουν την υποταγή της Ελλάδος στη Σοβιετική επιρροή. Ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει ένα, για την εποχή, τεράστιο πακέτο βοήθειας προς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά τη λαίλαπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Σχέδιο Μάρσαλ είχε ύψος $13 δισεκατομμύρια, που αντιστοιχούν σε $115 δισεκατομμύρια δολάρια του 2021, σε απόλυτες, αποπληθωρισμένες τιμές. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν τουλάχιστον $250 δις σε σημερινές τιμές.
Το μερίδιο της Ελλάδος ήταν $376 εκατομμύρια ή περίπου $7,5 δις σε σημερινές τιμές ισότιμης αγοραστικής αξίας. Το 85% του ποσού αυτού καταβλήθηκε το 1948-49 και το υπόλοιπο 15% το 1950-51.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης, που χρησιμοποίησαν το Σχέδιο Μάρσαλ για να χρηματοδοτήσουν την αναθέρμανση της βιομηχανικής δραστηριότητας και την επισκευή των υποδομών τους, η συντριπτική πλειονότητα των κεφαλαίων που διοχετεύθηκαν προς την Ελλάδα δαπανήθηκαν για την υποστήριξη των εσωτερικών προσφύγων που κατέφευγαν από την επαρχία προς τα αστικά κέντρα για να γλυτώσουν από τις συγκρούσεις μεταξύ του εθνικού στρατού και των κομμουνιστών ανταρτών και να αποφύγουν την υποχρεωτική στράτευση στις δυνάμεις του ΚΚΕ.
Έτσι, αντί να χρησιμοποιήσουμε την Αμερικανική βοήθεια για να ανοίξουμε τη διώρυγα της Κορίνθου, να επισκευάσουμε το σιδηροδρομικό δίκτυο και τα λιμάνια της χώρας και να στηρίξουμε τις βιομηχανίες με κεφάλαια κίνησης και χρηματοδότησης νέων παγίων, τα χρησιμοποιήσαμε για να αγοράσουμε αλεύρι, ρύζι και κρέας για να ταΐσουμε τους πρόσφυγες, και για να χτίσουμε κατοικίες για να τους στεγάσουμε.
Fast forward στο 1982. Τη διακυβέρνηση της χώρας έχει μόλις αναλάβει η παράταξη που αποχώρησε από τη συζήτηση στη Βουλή και δεν υπερψήφισε την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) με τη δικαιολογία ότι η ενσωμάτωση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου στο Ελληνικό δίκαιο συνεπάγεται «εθνική υποτέλεια».
Η κυβέρνηση Παπανδρέου διαπραγματεύεται με την ΕΟΚ τη χορήγηση των περίφημων Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (Μ.Ο.Π.), που, υποτίθεται, θα χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της Ελληνικής μεταποίησης και, γενικότερα, οικονομίας έτσι ώστε να ανταπεξέλθει στον αυξημένο ανταγωνισμό που συνεπάγετο η ένταξη στην Ευρωπαϊκή αγορά.
Τα Μ.Ο.Π. ακολουθήθηκαν από δύο Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (Κ.Π.Σ.), του 1989-93 και 1994-99. Η συνολική εισροή Ευρωπαϊκών κεφαλαίων για περίπου 17 χρόνια (1982-99) ισούτο με περίπου 5% του ΑΕΠ το χρόνο.
Όλοι γνωρίζουμε τι απέγιναν αυτά τα χρήματα.
Η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε. Από το 1982 έως το 1990 δεν έγινε ούτε ένα σημαντικό δημόσιο έργο υποδομής. Δημιουργήθηκαν «βιομηχανικές περιοχές» έξω από όλες τις Ελληνικές πόλεις, που γέμισαν μηχανουργεία και κουφάρια προκάτ κτιρίων που δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για παραγωγή. Η χώρα έχει ανάγκη για 12-15 ελαιοτριβεία και απέκτησε 120, μέσω επιδοτήσεων νέων μεταποιητικών δραστηριοτήτων, που σπατάλησαν δισεκατομμύρια και νόθευσαν τον ανταγωνισμό και την υγιή επιχειρηματικότητα. Και, φυσικά, γέμισε η χώρα «συμβούλους», που έχτισαν καριέρες και περιουσίες συντάσσοντας «φακέλους» για επιδοτήσεις υπερτιμολογημένων επενδύσεων.
H μέση ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ στα 9 χρόνια 1982-90 ήταν 0,9%.
Συγκρίνετε τις επιδόσεις αυτές με την Πορτογαλία, μια παρόμοια σε μέγεθος και χαρακτηριστικά οικονομία με τη δική μας. Η μέση μεγέθυνση του Πορτογαλικού ΑΕΠ το 1982-90 ήταν 3,2%. Όμως, η Πορτογαλία το 1982 δεν ήταν μέλος της ΕΟΚ. Εισήλθε το 1986, μαζί με την Ισπανία. Τα πρώτα 9 χρόνια της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή κοινότητα η Πορτογαλία σημείωσε μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της που έφτασε το 4,3%. Ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι η Πορτογαλία, όπως και η Ισπανία, χρησιμοποίησαν τις μεταβιβάσεις Ευρωπαϊκών κονδυλίων για να δημιουργήσουν υπερσύγχρονες υποδομές και να εκσυγχρονίσουν την παραγωγική τους βάση. Σε αντίθεση με εμάς.
Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να ισοφαρίσουμε τις χαμένες ευκαιρίες του Σχεδίου Μάρσαλ και των πακέτων στήριξης της ΕΕ των δεκαετιών 1980 και 1990. Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αποφάσισε να χρηματοδοτήσει η ΕΕ το 2020 για να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να ξεπεράσουν το οικονομικό σοκ της πανδημίας του κορονοϊού και τη μετάβαση σε πράσινη και ψηφιακή οικονομία, είναι η ευκαιρία αυτή.
Το σύνολο των κεφαλαίων που κινητοποιούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι περίπου €58 δις. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 32% του Ελληνικού ΑΕΠ του 2021. Είναι η τελευταία ευκαιρία μας να πραγματοποιήσουμε άλμα σύγκλισης με τις οικονομίες των πρωτοπόρων ανάμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους μας και να ξεφύγουμε μια και καλή από τη Βαλκανική μιζέρια που περιορίζει τους ορίζοντες πολλών εξ ημών με αποτέλεσμα να κρατούν τη χώρα όμηρο στο παρελθόν.
Όσοι έχουν διαβάσει τον προϋπολογισμό του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που κατέθεσε η Ελληνική κυβέρνηση και ενέκρινε η Κομισιόν πρέπει να έτριβαν τα μάτια τους από έκπληξη. Όλο το σχέδιο έχει έναν σαφή στόχο: Τη μείωση του κόστους παραγωγής και την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών οικονομικών μονάδων. Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα της ενεργειακής μετάβασης σε ΑΠΕ (18% του συνόλου των κεφαλαίων), στην οποία, βέβαια, είμαστε ήδη πρωταθλητές Ευρώπης, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα (8,5% του συνόλου) και των επενδύσεων σε δημόσια υγεία και παιδεία (8% του συνόλου).
Ήδη πραγματοποιούνται μεγάλα έργα υποδομών που χρειάζεται επειγόντως η χώρα με χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μετάβαση σε δίκτυα 5G, η ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης του δημοσίου, η επίτευξη του στόχου της παραγωγής του 70% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην Ελλάδα από ΑΕΠ μέχρι το 2030: όλα αυτά, και πολλά άλλα, εξαρτώνται από την επαγγελματική και στοχευμένη διαχείριση των κονδυλίων του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Την περασμένη εβδομάδα η βουλευτής και πρώην υπουργός του Σύριζα Θεανώ Φωτίου αποκάλυψε τι κρύβεται πίσω από το «σκάνδαλο των υποκλοπών»: Επιχειρηματικά συμφέροντα που δε θα ωφεληθούν από το Σχέδιο Ανάκαμψης. Προφανώς, όχι επειδή η κυβέρνηση τα αποκλείει από τις προμήθειες και τα έργα που θα προκηρυχθούν.
Αλλά επειδή οι δράσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο τους και δεν απαιτούν αγαθά και υπηρεσίες που έχουν συνηθίσει να προμηθεύουν στο δημόσιο. Προφανώς, ελπίζουν ότι μια άλλη κυβέρνηση θα προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση του ήδη εγκεκριμένου Σχεδίου Ανάκαμψης και θα περιλάβει δράσεις από τις οποίες θα μπορέσουν να ωφεληθούν οι επιχειρήσεις τους.
Αποτελεί εθνικό χρέος της κυβέρνησης Μητσοτάκη να οδεύσει προς τις εκλογές ως έχει, να εντείνει τις προσπάθειες της στην παραγωγή ουσιαστικού έργου και να βελτιώσει την εικόνα της προς το εκλογικό σώμα, κυρίως όσον αφορά στην ανάδειξη του κολοσσιαίου κυβερνητικού έργου της πρώτης τριετίας. Είναι, χωρίς αμφιβολία, η καλύτερη, πιο παραγωγική και πιο ωφέλιμη κυβέρνηση που είχε η χώρα μετά το 1963.
Γι’ αυτό, και για τα όσα είναι ανάγκη να πράξει σε σχέση με το Σχέδιο Ανάκαμψης, πρέπει να πετύχει μεγάλη νίκη στις επόμενες εκλογές. Δεν θα είναι δύσκολο, εάν αναλογισθεί κανείς τι έχει να αντιμετωπίσει. Όμως, το χειρότερο λάθος που μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή είναι να υποτιμήσει τον αντίπαλο και να τον αντιμετωπίσει με την αλαζονεία της τεράστιας δημοσκοπικής διαφοράς. Για το καλό όλων μας και για την υστεροφημία του πρωθυπουργού.
* Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.