Διστακτικές παραμένουν οι τράπεζες σχετικά με το ενδεχόμενο να επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια καταθέσεων. Καθώς η οικονομική συγκυρία διαφοροποιείται σταδιακά προς αύξηση επιτοκίων, παραμένουν προβληματισμένες και διχασμένες. Ωστόσο, το παράθυρο που άνοιγαν οι συνθήκες για μία εφαρμογή αρνητικών επιτοκίων στις επιχειρηματικές καταθέσεις τους τελευταίους 6-12 μήνες, αρχίζει πλέον και γίνεται στενό και τείνει να κλείσει, όπως σχολίαζαν στο Liberal τραπεζικοί παράγοντες.
Όταν το γερμανικό δεκαετές ομόλογο (bund) γυρνά θετικό και προσφέρει απόδοση και το αμερικανικά δεκαετή treasuries σχεδόν ακούμπησαν σε απόδοση το 1,90% είναι σαφές, ότι η μακροχρόνια τάση των επιτοκίων αλλάζει στις αγορές. Πράγμα που έγινε αντιληπτό και με την έκδοση του νέου ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, που τιμολογήθηκε με ακριβότερο επιτόκιο από πέρυσι, παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας.
Τα επιτόκια έχουν αλλάξει κατεύθυνση, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Fed προηγούνται και κάποια στιγμή θα ακολουθήσει και η ΕΚΤ. Οι ελληνικές Τράπεζες διαβλέπουν τις αλλαγές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ίδιων πηγών προς το Liberal.
Η εναλλακτική λύση που έχουν οι τράπεζες, για να μην κάνουν αρνητικά, τα επιτόκια κάποιων -επιχειρηματικών- καταθέσεων, είναι μία μικρή αύξηση των επιτοκίων δανείων ή χρεώσεων, για να απορροφήσουν αλλοιώσεις στα ποσοστά της κερδοφορίας τους.
Τι εναλλακτικές λύσεις έχουν οι τράπεζες
Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των νέων καταθέσεων παραμένει στο 0,05%. Το περιθώριο επιτοκίου (διαφορά), μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων μειώθηκε ελαφρώς σε 3,68% το Νοέμβριο από 3,89% τον Οκτώβριο.
Τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων είναι 0,04% και των δανείων στο 3,51% αντίστοιχα. Παρέμειναν αμετάβλητα. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων παρέμεινε αμετάβλητο στις 3,47 εκατοστιαίες μονάδες. Γενικά το μέσο επιτόκιο των δανείων για παλαιά και νέα δάνεια ήταν σχεδόν 4% περιλαμβάνοντας και τα ακριβά επιτόκια των καταναλωτικών δανείων. Με αυτά αρχίζει και διακρίνεται ότι ενδέχεται να «ξύσαμε» τον πυθμένα των επιτοκίων στα δάνεια στο τέλος του 2021.
Οι τράπεζες έχουν ήδη αυξήσει κάποιες χρεώσεις, όπως επίσης έχουν να διαχειριστούν ένα σύνθετο πρόβλημα, με πολλές παραμέτρους:
- Δανείζονται ακριβότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες
- Πρέπει να δώσουν δάνεια για να βγάλουν κέρδη, αλλά η δεξαμενή των φερέγγυων (bankable) πελατών είναι δεδομένη
- Αυξάνοντας τα επιτόκια και τις χρεώσεις δυσαρεστούν τους πελάτες και δυσκολεύουν τον δανεισμό τους, (που θα φέρει κέρδη κλπ)
- Αντιμετωπίζουν την επιστροφή και εξόφληση δανείων (που θα ήταν άλλοτε λόγος μεγάλης γιορτής) και την αναδιάρθρωση δανεισμού επιχειρήσεων, οι οποίες δανείζονται φθηνότερα τώρα με ομολογιακά δάνεια. Έτσι εξοφλούν τα δάνεια και αφήνουν και υπόλοιπο ρευστού προς κατάθεση…
Το ζήτημα της εφαρμογής αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις, είναι ένας σχεδιασμός που έκαναν οι Τράπεζες πέρυσι κάτω από άλλες συνθήκες. Είναι υπαρκτό ζήτημα και δεν πρέπει να ξενίζει, καθώς πλείστες ευρωπαϊκές χώρες το εφάρμοσαν. Το εφαρμόζει ακόμα και η Κύπρος που μάλιστα επιβάλει μικροποσά «φύλακτρα» στους ιδιώτες καταθέτες και κάπως μεγαλύτερα στις επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα, όπου μάλιστα επιβάλλεται σε καταθέσεις τους πάνω από ένα όριο ακόμα και «πέναλτι» 0,50%.
Βεβαίως η Κύπρος ως τραπεζικό σύστημα έχει ασφαλώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό μάλιστα με τα επίπεδα της φορολογίας σε ιδιώτες και επιχειρήσεις. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν κάνει σχεδιασμούς για το θέμα, καθώς υφίστανται και μάλιστα με χειρότερους όρους, τα προβλήματα όλων των ευρωπαϊκών Τραπεζών.
Η «τιμωρία» της ΕΚΤ
Και το βασικό πρόβλημα των τραπεζών ελληνικών και μη, είναι τα μηδενικά επιτόκια που έχει επιβάλλει και διατηρεί η ΕΚΤ, τα οποία έχουν μειώσει τα περιθώρια κερδοφορίας τους. Σε αυτό το πρόβλημα πρέπει να προστεθούν και οι όροι κάτω από τις οποίους παρείχε η ΕΚΤ άφθονη ρευστότητα μέσω του συστήματος TLTRO, καθώς και το σύστημα αποδοχής καταθέσεων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ουσιαστικά η ΕΚΤ «τιμωρεί» τις τράπεζες που έχουν πάρει δωρεάν ρευστότητα (συν ένα κέρδος) αν δεν την αξιοποιούν. Κάθε φορά που οι τράπεζες μένουν με το ρευστό και δεν το δανείζουν ή δεν το κινούν γενικώς, αντιμετωπίζουν μία απώλεια από το κέρδος τους. Πρόκειται για ένα κίνητρο που δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για να παράσχουν ρευστότητα, να δώσουν δάνεια και να στηρίξουν την ανάπτυξη.
Αλλά υπάρχει και ένα τέλος στη διαδικασία αυτή, τουλάχιστον με την υφιστάμενη μορφή των TLTRO, τον Ιούνιο, οπότε οι τράπεζες θα πρέπει να επιστρέψουν δάνεια που έχουν λάβει από την ΕΚΤ αν δεν έχουν δώσει με τη σειρά τους δάνεια προς την αγορά. Οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν προς το τέλος της χρονιάς με περίπου 44 δισ. ευρώ δανείων από το TLTRO, το οποίο κοστίζει κάτι παραπάνω στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα σε σχέση με τις τράπεζες του εξωτερικού, λόγω των εγγυήσεων για τα δάνεια σε ομόλογα και τίτλους. Τα ελληνικά ομόλογα καθώς είναι ακόμα εκτός επενδυτικής βαθμίδας, γίνονται αποδεκτά με χειρότερους όρους.