Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η αναφορά του διευθύνοντος συμβούλου της Alpha Bank, κ. Δημήτρη Μαντζούνη, κατά την παρουσίαση του ιστορικού λευκώματος της τράπεζας, στην προσπάθεια παραμονής της τράπεζας στην αγορά των Βαλκανίων, μόνο τυχαία δεν ήταν. Αντικατοπτρίζει πλήρως την αίσθηση που αφήνει στους εγχώριους ομίλους η αναγκαστική συρρίκνωση των δραστηριοτήτων τους στη ΝΑ Ευρώπη.
Όσο για τα σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφορικά με το ποιες τράπεζες θα παραμείνουν, σε ποιες αγορές και την πιθανότητα δημιουργίας κοινών σχημάτων, ανώτερο διοικητικό στέλεχος δηλώνει στο liberal.gr ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται και δεν έχει οριστικοποιηθεί το τελικό σχέδιο.
Πληροφορίες του liberal.gr, ωστόσο, αναφέρουν ότι τόσο η Alpha Bank, όσο και η Eurobank έχουν αποκτήσει προβάδισμα παραμονής στα Βαλκάνια, μετά την επιτυχή κεφαλαιακή τους ενίσχυση αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια. Παρ'' όλα αυτά, η Κομισιόν πιέζει για άμεση απομόχλευση με στόχο την συνολική μείωση των υποκαταστημάτων των ελληνικών τραπεζών στις αγορές των Βαλκανίων και της ΝΑ Ευρώπης στα 1.350.
Με την υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης, οι τράπεζες θα περιοριστούν σε εγχώριες δραστηριότητες, αφού και αυτές που θα παραμείνουν στα Βαλκάνια θα έχουν συρρικνωμένη παρουσία και σε καμία περίπτωση δεν θα απολαμβάνουν τα κέρδη του παρελθόντος.
Στελέχη που έχουν διατελέσει επικεφαλής διεθνών δραστηριοτήτων των μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης σημειώνουν ότι με τον επαναπατρισμό τους, οι πιστωτικοί όμιλοι κάνουν πολλά βήματα πίσω. Δεν χάνουν μόνο σε έσοδα αλλά και σε ισχύ, εγκαταλείποντας ένα πολυετές στρατηγικό σχέδιο για τη διείσδυση του συστήματος στις αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής. Επιπλέον, επικεντρώνονται σε μία αγορά που λόγω του τεράστιου όγκου των «κόκκινων» δανείων και των capital controls είναι προβληματική, με αποτέλεσμα η κερδοφορία τους να εξαρτάται κατά κύριο λόγο «από την περικοπή δαπανών και τις εξελίξεις σε μία οικονομία που ασθενεί».
Ο κ. Μαντζούνης τόνισε ότι η Alpha Bank θα δώσει αγώνα για να κρατηθεί σε μία περιοχή που την τελευταία δεκαετία αποτέλεσε πεδίο σημαντικής ανάπτυξης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Έκανε, μάλιστα, ιδιαίτερη αναφορά στην αγορά της Ρουμανίας, τονίζοντας ότι η επέκταση που κατάφεραν οι ελληνικοί όμιλοι στα Βαλκάνια και οι προεκτάσεις της για την ελληνική οικονομία δεν έχουν προηγούμενο.
Η «εξωστρέφεια» των ελληνικών τραπεζών είχε ως αποτέλεσμα οι θυγατρικές τους να φτάσουν το 2011 τα 3.881 υποκαταστήματα, ενώ σήμερα έχουν περιοριστεί σε λιγότερα από 2.000 μετά και την πώληση της Finansbank.
Στην περίπτωση που επικρατήσει το σενάριο που προβλέπει την παραμονή μίας ελληνικής τράπεζας σε συγκεκριμένες αγορές (κυρίως Βουλγαρία, Ρουμανία) και τη δημιουργία κοινών σχημάτων σε άλλες, η Alpha Bank αναμένεται να εστιάσει στις αγορές της Ρουμανίας και της Κύπρου, η Eurobank στη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Κύπρο, ενώ Εθνική και Πειραιώς εκτιμάται πως θα παίξουν ουσιαστικό ρόλο στις συμφωνίες συγκέντρωσης, αποχωρώντας από τις περισσότερες αγορές ή συμμετέχοντας σε κοινά σχήματα.
«Οι ελληνικές θυγατρικές πρέπει να επιβιώσουν»
Οι ελληνικές θυγατρικές πρέπει να επιβιώσουν καθώς αποτελούν ίσως πλέον τη μοναδική πηγή διεθνοποίησης και εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και το μοναδικό πόλο που μπορεί να χρηματοδοτήσει εξαγωγές και επιχειρηματικότητα στη μεγάλη αγορά των Βαλκανίων και της ΝΑ Ευρώπης.
Αυτό υποστηρίζει στο liberal.gr, ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και σύμβουλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), κ. Χάρυ Παπαπανάγος, επισημαίνοντας τη δραματική συρρίκνωση της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών στην περιοχή των Βαλκανίων.
Ο ίδιος προσθέτει:
«Παρ'' όλα αυτά και παρά τη μεγάλη ύφεση της ελληνικής οικονομίας για 7η συνεχή χρονιά και τη συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ σε μονάδες ισοδυνάμου αγοραστικής δύναμης κατά 20%, οι ελληνικές θυγατρικές στην περιοχή των Βαλκανίων παραμένουν υγιείς και αντιστέκονται σε πιέσεις ιδιαίτερα από την Κομισιόν για περαιτέρω συρρίκνωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές θυγατρικές έχουν εξαιρετικά ισχυρή κεφαλαιουχική βάση και δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Διαθέτουν μία ισχυρή καταθετική βάση, ενώ έχουν πάρα πολύ μικρή έκθεση στις ελληνικές μητρικές τράπεζες με μηδενική έκθεση σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου.
Η Κομισιόν πιέζει προς την κατεύθυνση συρρίκνωσης όλων αυτών των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών κάτω από μία ουσιαστικά τραπεζική οντότητα, με μείωση του δικτύου στο μισό. Όμως, η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με πολύ λιγότερα κεφάλαια από αυτά τα οποία αναμενόταν, δίνει πίστωση χρόνου στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα στο εξωτερικό να περάσει στην κερδοφορία, ενισχύοντας για άλλη μία φορά τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, όπως ήδη έχει κάνει κατά την περίοδο της κρίσης 2009-2014, όπου η μοναδική κερδοφορία των τραπεζών ουσιαστικά προέρχονταν από τις θυγατρικές στα Βαλκάνια και στη ΝΑ Ευρώπη».
Φεύγουν από οικονομίες που αναπτύσσονται
Η πραγματικότητα στον εγχώριο κλάδο είναι σκληρή. Οι τράπεζες ευελπιστούν να επιστρέψουν μέσα στο 2016 σε κερδοφορία, όχι γιατί δίνουν δάνεια με μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που δέχονται καταθέσεις, που είναι η βασική τους λειτουργία, αλλά γιατί κόβουν δαπάνες.
Για να γυρίσει η οικονομία και να επιστρέψουν στην κανονικότητα, θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον μέχρι το 2017 όταν οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,7%. Όλα αυτά βέβαια υπό πολλές προϋποθέσεις.
Στον αντίποδα, οι δύο χώρες με τη μεγαλύτερη παρουσία ελληνικών τραπεζών, η Βουλγαρία και η Ρουμανία δείχνουν μία πολύ καλύτερη εικόνα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν η βουλγαρική οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό ανάπτυξης 1,5% το 2016 και 2% το 2017, με την ανεργία να τοποθετείται στο 9,4% το 2016 και στο 8,8% το 2017. Από την πλευρά της, η ρουμανική οικονομία εκτιμάται πως θα αναπτυχθεί κατά 4,1% το 2016 και 3,6% το 2017 με την ανεργία να υποχωρεί σταθερά στο 6,6% το 2016 και στο 6,5% το 2017. Σημειώνεται ότι η Ρουμανία και η Βουλγαρία είναι οι χώρες με τα μικρότερα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια ώρα, η ελληνική οικονομία παραμένει σε ύφεση, έχοντας να διανύσει έναν πολύ δύσκολο δρόμο ενώ η ανεργία προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 25,8% το 2016 και στο 24,4% το 2017.