Μετά τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 40 ετών, την ενεργειακή κρίση και πρόσφατα την τραπεζική κρίση η οποία δείχνει να εξασθενεί, οι επενδυτές στρέφουν το βλέμμα στα υπέρογκα κρατικά χρέη και στην αγορά ομολόγων.
Στις διεθνείς αγορές εκφράζονται ανησυχίες για μπαράζ υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης τα επόμενα χρόνια. Μία εξέλιξη που θα είχε σοβαρό αντίκτυπο όχι μόνο για μεγάλες οικονομίες αλλά και για πολλές εισηγμένες καθώς και για το γενικότερα κλίμα στα χρηματιστήρια.
Οι αγορές που επιβίωσαν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αλλά και τις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας και μάλιστα κατάφεραν να σημειώσουν μεγάλα ράλι στη συνέχεια, κινδυνεύουν να γονατίσουν από το βουνό των χρεών που πνίγει την παγκόσμια οικονομία.
Πού θα οδηγήσει η περίοδος των υψηλών επιτοκίων ένα διεθνές σύστημα που είχε μάθει να λειτουργεί επί πολλά χρόνια με φθηνή και άπλετη ρευστότητα; Πόσο χρήμα μπορούν να τυπώσουν οι κεντρικές τράπεζες των μεγαλύτερων οικονομιών πριν αρχίσουν να χάνουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών; Μήπως οδεύουμε σε μια νέα κρίση χρέους που θα πλήξει κυρίως τις πιο ευάλωτες χώρες και θα μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών;
Η πρόβλεψη του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποία το χρέος των ΗΠΑ θα ξεπεράσει το 130% και της Κίνας το 100% του ΑΕΠ το 2028, χτύπησε ένα ηχηρό καμπανάκι για τις αγορές. Όσο παραμένουν υψηλά τα επιτόκια, τόσο αυξάνεται το κόστος του χρήματος και κατά συνέπεια γίνεται πιο δύσκολη η εξυπηρέτηση του χρέους. Την ίδια ώρα, όσο το χρέος βρίσκεται σε ανοδική πορεία, τόσο κινδυνεύει η πιστοληπτική αξιολόγηση μιας χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα και την μεγάλη κρίση που πέρασε την περασμένη δεκαετία, αλλά ευτυχώς σήμερα βλέπει το χρέος της να υποχωρεί ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στο επίκεντρο του ζητήματος βρίσκονται φυσικά οι ΗΠΑ, αφού η Κίνα έχει ακόμη δρόμο για να εξασφαλίσει αξιολόγηση ΑΑΑ και να φοβάται ότι θα αυξηθεί τόσο πολύ το χρέος της ώστε να την χάσει. Κινδυνεύει, λοιπόν, η πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ; Η αμερικανική οικονομία απολαμβάνει την κορυφαία αξιολόγηση ΑΑΑ από την Moody’s και την Fitch, αλλά όχι για τα εντυπωσιακά οικονομικά της. Σύμφωνα με την Fitch, τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ είναι ήδη «ακατάστατα» και είναι ο λόγος που ο μεγαλύτερος οίκος Standard & Poor’s, υποβάθμισε το αμερικανικό αξιόχρεο σε ΑΑ+ το 2011, μία βαθμολογία που διατηρείται αμετάβλητη έως σήμερα.
Από τότε, το χρέος των ΗΠΑ έχει εκτοξευτεί από περίπου 90% στο 123% του ΑΕΠ. Όμως ταυτόχρονα η Αμερική παραμένει η κορυφαία οικονομική δύναμη του πλανήτη, με το δολάριο να θεωρείται αποθεματικό νόμισμα και τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ να θεωρούνται σχεδόν risk-free assets και να συγκαταλέγονται στην κατηγορία των ασφαλών καταφυγίων. Στην τρέχουσα συγκυρία, στην Ουάσιγκτον συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του ορίου των 31,4 τρισ. δολαρίων και ενώ μία στάση πληρωμών από τις ΗΠΑ φαντάζει αδιανόητη, όσο περνάει ο καιρός τόσο οι επενδυτές αρχίζουν να λαμβάνουν υπόψη και αυτό το σενάριο.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα σύνθετο αλλά συνάμα εκρηκτικό κλίμα στις αγορές. Αν τα αμερικανικά ομόλογα δεν μπορούν να θεωρούνται πλέον «risk-free» ή έστω ό,τι πιο κοντινό σε asset μηδενικού κινδύνου, τότε θα πρέπει να αλλάξει συνολικά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι επενδυτές τόσο τα ομόλογα, όσο και τα risky assets. Δεν είναι απίθανο, λοιπόν, να εισερχόμαστε σε μία πολυετή περίοδο κατά την οποία θα δούμε μεγάλες ανατροπές και πάνω απ’ όλα θα είναι δύσκολο να σημειωθούν τα τρελά χρηματιστηριακά ράλι του παρελθόντος εξαιτίας της επιφυλακτικότητας και των πολλαπλών εστιών αβεβαιότητας.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής του πανεπιστημίου Berkeley, Ρίτσαρντ Λίμαν, δεν υπάρχει κανένας τρόπος μέτρησης των άμεσων επιπτώσεων που μπορεί να έχει η αύξηση των κρατικών χρεών στην πορεία των χρηματιστηρίων. Όμως όσο τα χρέη συνεχίζουν να αυξάνονται, τόσο αυξάνονται και οι μακροπρόθεσμες ανησυχίες των επενδυτών.