Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στα όνειρά του θα πρέπει να βλέπει ο Έλληνας πρωθυπουργός τις «τρεις αδελφές», όπως λέγονται οι μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης, Moody's, Fitch και S&P, καθώς χρειάζονται διαδοχικές αναβαθμίσεις για να καταφέρει η χώρα στη μεταμνημονιακή εποχή να βγει στις αγορές με χαμηλά επιτόκια και οι τράπεζες να αποφύγουν νέα προβλήματα ρευστότητας.
Αν διαβάσει κάποιος προσεκτικά την ανακοίνωση της S&P, η οποία την Παρασκευή αναβάθμισε την Ελλάδα κατά μόλις μία βαθμίδα σε «Β» και τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την αναβάθμιση, θετικές και αρνητικές, θα καταλάβει αφενός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και τη λιτότητα μετά τον Αύγουστο και αφετέρου ότι ο δρόμος για να φτάσουν τα ελληνικά ομόλογα σε «επενδυτική διαβάθμιση» είναι μακρύς. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα πρέπει να αναβαθμιστεί κατά 5 βαθμίδες από την S&P, κατά 6 βαθμίδες από την Fitch και κατά 8 βαθμίδες από την Moody' s. Μία και μόνο από τις τρεις αδελφές να μας αναβαθμίσει στην επενδυτική βαθμίδα αρκεί για να αλλάξει το κλίμα.
Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν εξαιρετικά κρίσιμη διότι όσο αξιολογούμαστε σε «junk», οι ελληνικές τράπεζες θα παραμένουν αποκλεισμένες καθώς δεν θα μπορούν να δώσουν ελληνικούς τίτλους στην ΕΚΤ ως ενέχυρα για να δανειστούν με μηδενικό επιτόκιο. Σήμερα έχουν «χαριστικά» το δικαίωμα γιατί το ελληνικό δημόσιο βρίσκεται σε μνημόνιο και η ΕΚΤ κάνει μία εξαίρεση για να διευκολύνει την χρηματοδότηση των τραπεζών και κατ' επέκταση της οικονομίας. Βέβαια, οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια αλλά αυτή είναι μία άλλα ιστορία…
Ας δούμε, όμως, τι λέει η S&P για τη μεταμνημονιακή εποχή: «Είναι πιθανό να εφαρμοστεί ένα πλαίσιο εποπτείας μετά τη λήξη του προγράμματος, ενώ η ελάφρυνση του χρέους και η διατήρηση του waiver από την ΕΚΤ θα δώσει κίνητρο στους Έλληνες πολιτικούς να συνεχίσουν στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων, το οποίο ωστόσο θα είναι πιο στενό από πριν».
Με άλλα λόγια, «όσο κάνετε μεταρρυθμίσεις τόσο θα έχετε waiver και στήριξη». Ακολουθούν οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σύμφωνα με την S&P:
«Μαξιλάρι» ρευστότητας: Ένας από τους βασικούς λόγους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα αναβάθμιση από την S&P τον ερχόμενο Ιούλιο, είναι αν η ελληνική κυβέρνηση έχει καταφέρει να χτίσει επαρκές «μαξιλάρι» ρευστότητας για να καλύψει μελλοντικές πληρωμές χρέους.
Ελάφρυνση χρέους: Ένας άλλος, συνδέεται με την έγκριση μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, μία συζήτηση που παραμένει ανοιχτή, ωστόσο μάλλον δείχνει να χάνει έδαφος από τη στιγμή που οι συνθήκες βελτιώνονται. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι πολύ δύσκολα θα περνούσε από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια η πρόταση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, γεγονός που εκ των πραγμάτων αποκλείει κάθε συζήτηση για «κούρεμα» χρέους.
Εμπιστοσύνη: Σύμφωνα με την S&P, θα μπορούσαμε επίσης να δούμε αναβάθμιση, στην περίπτωση που μετά την έξοδο από το πρόγραμμα η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και η προβλεψιμότητα των μέτρων που εφαρμόζονται ενισχυθούν. Αυτό ξεκάθαρα σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση αφενός θα πρέπει να ακολουθεί πολιτικές που δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα και αφετέρου να μην αιφνιδιάζει τους πιστωτές και τις αγορές με πολιτικές εκτός… γραμμής.
Πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές: Θα πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες πρόσβασης των τραπεζών στις αγορές. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει waiver. Διότι ποιος επενδυτής θα τις δανείσει αν η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις έχει αποκλείσει; Κατά συνέπεια, η μεταμνημονιακή συμφωνία με τους πιστωτές θα πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση του waiver. Που σημαίνει ότι θα υπάρξει κάποιο πρόγραμμα και όχι «καθαρή» έξοδος.
Αύξηση εξαγωγών: Αν οι ελληνικές εξαγωγές μπορούσαν να αυξηθούν σε σημείο που να εκτινάξουν πέρα από τις σημερινές προσδοκίες το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι οίκοι αξιολόγησης θα υποχρεώνονταν να δουν πολύ πιο θετικά την Ελλάδα. Γιατί αυτό θα ήταν ένα σημάδι ουσιαστικής επιστροφής.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αρκεί από μόνο του για να αλλάξει την εικόνα και να βάλει τα ελληνικά ομόλογα στα ραντάρ των μεγάλων θεσμικών επενδυτών. Πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός παραγόντων που θα επιταχύνει τις εξελίξεις και θα υποχρεώσει τους οίκους να προχωρήσουν σε έκτακτες αναβαθμίσεις. Και κάτι τέτοιο με «καθαρή» έξοδο δεν μπορεί να συμβεί.