Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, όπως έχει φανεί μέσα από όλη την αρθρογραφία του Liberal Markets, βρίσκονται πλέον σε νέα φάση. Ενδυναμωμένες κεφαλαιακά και ενισχυμένες όσον αφορά την καταθετική τους βάση, που ενισχύθηκε κατά 35 δισ. ευρώ μέσα στην τελευταία διετία, είναι έτοιμες να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί, στην επενδυτική έκρηξη που έχει ανάγκη η χώρα.
Έτσι οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε χρηματοδοτήσεις ύψους 40 δισ. ευρώ, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο το 40% του επενδυτικού κενού των 100 δισ., που έχει προκύψει από την αποεπένδυση της ελληνικής πραγματικής οικονομίας.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το επενδυτικό κενό, που τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση προσδιορίζουν στα 100 δισ., αρκεί να αναλογιστούμε ότι προ 15ετίας οι επενδύσεις στη χώρα μας κάλυπταν το 27% του ΑΕΠ. Σήμερα το ποσοστό αυτό υπολογίζεται γύρω στο 12%, την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη το σχετικό ποσοστό βρίσκεται γύρω από το 22%.
Με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων να έχει αποκλιμακωθεί αισθητά και τους κινδύνους των μη εξυπηρετούμενων δανείων να έχουν απομακρυνθεί από τις τραπεζικές λογιστικές καταστάσεις και να βρίσκονται πλέον στα χέρια των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (servicers) όπως είναι η Cepal, η doValue και η Intrum, οι τράπεζες ξαναρχίζουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Η πιστωτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος, που ουσιαστικά ξαναπήρε μπροστά μέσα στο 2019, κινήθηκε στο 2%, μέσα στο 2020 προσέγγισε το 10% λόγω των βοηθητικών κρατικών προγραμμάτων στήριξης και έκλεισε μέσα στο 2021 στο 3,7%.
Παράλληλα οι servicers έχουν προβεί σε ρυθμίσεις που ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ και πλέον είναι ορατή η επαναπώληση και επιστροφή αυτών των δανειακών χαρτοφυλακίων από τους σημερινούς κατόχους τους, προς τις τράπεζες. Σαν αποτέλεσμα οι τράπεζες θα αυξήσουν εκ νέου το υγιές δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, θα εισπράττουν επιπλέον έσοδα, ενώ ταυτόχρονα χιλιάδες φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, που σήμερα είναι εκτός τραπεζικού συστήματος, θα ανακτήσουν την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Σήμερα το συνολικό ύψος των τραπεζικών δανείων βρίσκεται στο 60% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), όταν πριν από την κρίση βρισκόταν στο 120% του ΑΕΠ. Επομένως, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για να δούμε μπροστά μας να επιτυγχάνεται αυτός ο διπλασιασμός.
Όμως παρόλο που η στρόφιγγα της χρηματοδότησης έχει ανοίξει, δεν υπάρχει ικανός αριθμός επενδυτικών σχεδίων για να απορροφήσει τους διαθέσιμους πόρους. Οι βασικοί λόγοι είναι τρεις. Ο πρώτος είναι ότι υπάρχουν απορρίψεις λόγω ανεπαρκών επιχειρηματικών σχεδίων. Ο δεύτερος είναι ότι σημαντικός αριθμός των αιτήσεων ανήκει σε άτομα που παραμένουν «κόκκινα», όσον αφορά τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις.
Και ο τρίτος είναι ο χαμηλός αριθμός των αιτήσεων για δανειοδοτήσεις που στηρίζονται σε βιώσιμες προτάσεις από σοβαρά επενδυτικά σχήματα. Παρόλα αυτά ικανοποιείται το 88% των αιτημάτων που φέρνει τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις του ΟΟΣΑ στη χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων. Μάλιστα σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 50% των επιχειρηματικών δανείων έχουν δοθεί σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η αύξηση του ρυθμού των νέων χρηματοδοτήσεων, η επαναφορά κόκκινων δανείων στο πράσινο, καθώς και η αύξηση των επιτοκίων βελτιώνουν αισθητά τα τραπεζικά έσοδα από τη βασική τους δραστηριότητα, που δεν είναι άλλη από τη χορήγηση δανείων.
Μπορεί η διανομή μερισμάτων να καθυστερήσει και για την οικονομική χρήση του 2022 και του 2023, λόγω των δεσμεύσεων από την αναβαλλόμενη φορολογία (DTC), ωστόσο θα βελτιωθούν πλέον αρκετοί δείκτες. Για το οικονομικό έτος 2022, η Eurobank αναμένει απόδοση ιδίων κεφαλαίων 10%, η Εθνική Τράπεζα αναμένει απόδοση ιδίων κεφαλαίων 9%, η Alpha Bank 6% και η Τράπεζα Πειραιώς 5%.
Όλα καλά λοιπόν με τις τράπεζες; Όχι. Οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν τους ίδιους κινδύνους με όλους του υπόλοιπους τομείς της ελληνική οικονομίας από το μέτωπο του πληθωρισμού, της ενεργειακής έκρηξης και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Ο κίνδυνος δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων είναι υπαρκτός, όμως οι τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες. Δεν θα πρέπει ωστόσο να λησμονούμε τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, στην αύξηση των τραπεζικών εσόδων.