Τι τρέχει με τις ελληνικές τράπεζες;

Τι τρέχει με τις ελληνικές τράπεζες;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από την… αχρείαστη ανακεφαλαιοποίηση του 2015 και το «φάντασμα» ενός νέου γύρου κεφαλαιακής ενίσχυσης συνεχίζει να πλανάται απειλητικά πάνω από τον τραπεζικό κλάδο, επιβαρύνοντας τη μετοχική αλλά και γενικότερη ανάκαμψη των εγχώριων πιστωτικών ομίλων. Μόνο στις τελευταίες 8 συνεδριάσεις οι τραπεζικές μετοχές έχουν καταγράψει απώλειες της τάξης του 22%, με αποτέλεσμα ο τραπεζικός δείκτης να κινδυνεύει να χάσει το επίπεδο των 600 μονάδων.

Οι ανησυχίες για τις τράπεζες τέθηκαν επί τάπητος στη χθεσινή συνάντηση που είχαν οι Έλληνες τραπεζίτες με τους εκπροσώπους των δανειστών σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, όμως αυτή που θα έπρεπε να ανησυχεί είναι η κυβέρνηση καθώς επιλέγει να απομακρύνει τη χώρα από τις αγορές, αφήνοντας έκθετο τον ιδιωτικό τομέα.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, και παρά την σταθερή πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας που βλέπει ο πρωθυπουργός και την «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια, οι τράπεζες - ενώ επιτυγχάνουν μέχρι στιγμής τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων - δεν μπορούν να πείσουν τους επενδυτές; Ευθύνεται η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον, οι επιλογές των ίδιων των τραπεζών ή οι τράπεζες πέφτουν για μία ακόμη φορά θύματα των κυβερνητικών επιλογών και της αδιαφορίας του πρωθυπουργού για τον κλάδο;

Είναι δεδομένο ότι οι συνθήκες στις παγκόσμιες αγορές δεν βοηθούν λόγω των γνωστών εστιών αβεβαιότητας (εμπορικός πόλεμος, αναδυόμενες αγορές, Brexit, Ιταλία). Είναι, επίσης, δεδομένο ότι οι τράπεζες έχουν μερίδιο ευθύνης, καθώς η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων άργησε να φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ οι τεράστιες καθυστερήσεις της τελευταίας τριετίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη νομοθέτηση των απαραίτητων εργαλείων ήταν μεν καταστροφικές αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μονίμως ως άλλοθι. Παρ' όλα αυτά, οι κυβερνητικοί χειρισμοί είναι αυτοί που μπορούν να κάνουν τα πράγματα πιο εύκολα ή πιο δύσκολα.

Σήμερα, οι εγχώριοι όμιλοι έχουν να αντιμετωπίσουν δύο πολύ κρίσιμα ζητήματα, τα οποία αναμφίβολα εμποδίζουν την ανάκαμψή τους και όσο παραμένουν άλυτα απειλούν με νέα ανακεφαλαιοποίηση: Τα «κόκκινα» δάνεια και την χαμηλή κερδοφορία. Την ίδια ώρα, ωστόσο, η ξεκάθαρη επιλογή του Αλ. Τσίπρα να απομακρύνει τη χώρα από τις αγορές για να μπορέσει να υλοποιήσει το προεκλογικό του σχέδιο, επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Ναι, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό NPEs στην Ευρώπη και ναι θα έχουν πρόβλημα λόγω του αναβαλλόμενου φόρου αν δεν ενισχύσουν την κερδοφορία τους, όμως όλα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πολύ πιο εύκολα αν η Ελλάδα έβγαινε πραγματικά από την κρίση. Και αυτό γιατί οι τράπεζες δεν μπορούν να «απεμπλακούν» από την ελληνική οικονομία που σημαίνει ότι όσο η κυβέρνηση διώχνει τους επενδυτές από τη χώρα, τόσο θα πλήττονται και αυτές. Όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι δεν τον πολυαπασχολούν οι αναταράξεις στις αγορές γιατί η κυβέρνηση διαθέτει κεφαλαιακό «μαξιλάρι», θα πρέπει να μας πει ποιο είναι το σχέδιό τους για τις τράπεζες.

Μέσα στα επόμενα τρίμηνα οι τράπεζες θα κληθούν να πουλήσουν μεγάλα πακέτα δανείων για να πιάσουν τους στόχους. Όμως, αν η χώρα παραμείνει εκτός αγορών για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πολύ δύσκολα οι πιστωτικοί όμιλοι θα καταφέρουν να βρουν αγοραστές για τα «κόκκινα» δάνεια σε ικανοποιητικές τιμές και ταυτόχρονα να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια χωρίς «κόστος» για τους μετόχους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, τα σενάρια στην αγορά για την επόμενη ανακεφαλαιοποίηση δεν έχουν σταματήσει, ενώ όλα δείχνουν ότι στην κυβέρνηση δεν «καίγονται» για το θέμα, όπως δεν… πολυασχολούνται με τις αγορές. Ορισμένοι, μάλιστα, κύκλοι που πρόσκεινται στην κυβέρνηση δεν κρύβουν ότι θα ήταν «καλύτερα να σκάσει η… βόμβα μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης».

Σαν να μην έφτανε η φυγή καταθέσεων ύψους 40 δισ. ευρώ στο α' εξάμηνο του 2015 και η επιβολή των capital controls, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ καθυστέρησε σκοπίμως να νομοθετήσει μέτρα για τον εντοπισμό των «μπαταχτσήδων», ευθύνεται φυσικά για την απώλεια του waiver, και τώρα έρχεται, όπως αποκάλυψε ο «Φιλελεύθερος», να χρησιμοποιήσει από φέτος μέρος του κεφαλαιακού αποθέματος, καθώς είναι αποκλεισμένη από τις αγορές.

Η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρό αντίκτυπο για τις τράπεζες σε όλα τα επίπεδα καθώς τρομάζει τους επενδυτές και δείχνει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν βλέπει την επιστροφή στις αγορές ως επιστροφή στην κανονικότητα. Την ίδια ώρα, τα «κόκκινα» δάνεια υποχωρούν αλλά οι στόχοι «αγριεύουν» στα επόμενα τρίμηνα, ενώ αναμένονται στο τέλος Σεπτεμβρίου και οι νέοι στόχοι για την περίοδο μετά το 2019. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο στην ουσία ναρκοθετεί το μέλλον των τραπεζών, διότι είναι προφανές πως για να δούμε σοβαρές εισροές κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματιστήριο και ειδικά στις τράπεζες θα πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο αφού η χώρα μας παραμένει στην κατηγορία υψηλού κινδύνου.

Αν ο Αλ. Τσίπρας έδειχνε ότι λειτουργεί με γνώμονα την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, τότε η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε επενδυτική βαθμίδα θα ήταν πιο κοντά, διευκολύνοντας το έργο των ελληνικών τραπεζών και των επιχειρήσεων και βελτιώνοντας τις συνθήκες ρευστότητας. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός δείχνει να ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα φτάσει με τις λιγότερες απώλειες στις εκλογές και όχι για την πραγματική ανάκαμψη της χώρας.