Οι τσιμεντοβιομηχανίες δεν βρίσκονται σε καλό φεγγάρι χρηματιστηριακά αφού οι ανησυχίες για το ενεργειακό κόστος και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα λειτουργούν ανασταλτικά στον χαρακτηρισμό τους ως ευκαιρίες πρώτης επιλογής. Παρόλα αυτά οι προοπτικές τους χρήζουν επανεξέτασης αφού οι ανάγκες σε τσιμέντο για έργα υποδομών αλλά και ιδιωτικά κατασκευαστικά έργα αναμένεται όχι μόνο να διατηρήσουν τους όγκους σε ικανοποιητικά επίπεδα άλλα και να αυξήσουν τις τιμές. Επιπλέον, το τσιμέντο αν και αποτελεί το 10% του κόστους κατασκευής μιας πολυκατοικίας σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού η αγορά ακινήτων θεωρείται ότι προστατεύει από την απαξίωση της ανόδου των τιμών. Αυτό ίσως εξηγεί με το καλύτερο τρόπο γιατί η οικοδομή σε χώρες όπως η Τουρκία ή η Αίγυπτος με αδύναμες ισοτιμίες έχουν υψηλή ζήτηση από την ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα.
Το 2021 ήταν μια καλή χρονιά για τον όμιλο η οποία δεν μεταφράστηκε ωστόσο σε άνοδο για τη μετοχή (-3,4%). Η απάντηση στο γιατί η μετοχή δεν ακούει τη βελτίωση της κερδοφορίας και την προοπτική των αυξημένων αναγκών σε τσιμέντο τα επόμενα χρόνια έχει να κάνει με την τάση απανθρακοποίησης της βιομηχανίας στην Ευρώπη. Για κάθε ένα τόνο τσιμέντου ή κλίνκερ οι μέσες εκπομπές προσεγγίζουν τους 0,8 μετρικούς τόνους και δεδομένης της κίνησης προς τα 90 ευρώ ο τόνος η επιβάρυνση παραμένει σημαντική. Παρόλα αυτά η Τιτάν έχει εξασφαλίσει ένα σημαντικό απόθεμα δικαιωμάτων εκπομπών με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα μπορούσε με βάση τα ιστορικά δεδομένα παραγωγής να την απαλλάξει από κάθε σχετική υποχρέωση έως το 2026 για τις χώρες που έχει μονάδες παραγωγής στην Ευρώπη (Ελλάδα και Βουλγαρία).
Ακόμα και αν η νομοθεσία αλλάξει το 2025 και οι τσιμεντοβιομηχανίες υποχρεωθούν να αγοράζουν δικαιώματα (όπως η ΔΕΗ) είναι βέβαιο ότι η Ευρώπη θα επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές τσιμέντου από εταιρίες που έχουν έδρα σε χώρες που δεν υπάρχει μηχανισμός απανθρακοποίησης προφυλάσσοντας κατά κάποιο τρόπο τον ανταγωνισμό. Η σχετική οδηγία είναι σε τελικό στάδιο και ενδέχεται να έρθει σε εφαρμογή πολύ νωρίτερα (2023) από την επανεξέταση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών στο τέλος του 2025. Οι εκπομπές άνθρακα είναι και ο λόγος που οι Αμερικανικές τσιμεντοβιομηχανίες διαπραγματεύονται σχεδόν σε διπλάσιους πολλαπλασιαστές σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές αφού δεν υπάρχει σχετική υποχρέωση σε CO2. Σε ό,τι αφορά την ενέργεια και τα ναύλα μεταφοράς οι αυξήσεις είναι σημαντικές και επιβαρύνουν το κόστος πωληθέντων ωστόσο απορροφάται στο μεγαλύτερο του μέρος από τη σχετική αύξηση των τιμών του τσιμέντου.
Επομένως, παρά τα «αντίμετρα» που η εταιρία έχει να αντιτάξει στις επιφυλάξεις της αγοράς η εταιρία τιμωρείται κυρίως λόγω των χαμηλών αποτιμήσεων που επικρατούν διεθνώς. Το μέσο ΡΕ βρίσκεται στις 9,5 φορές ενώ ο λόγος της επιχειρηματικής αξίας προς τα λειτουργικά κέρδη έχει πέσει κάτω από 5. Σε αυτή την αναγκαστική σύγκριση των ομοειδών εταιριών η αναμονή ίσως είναι η ενδεδειγμένη τακτική.
Με βάση τα δεδομένα ζήτησης των γεωγραφικών περιοχών το 2022 θα πρέπει να αναμένουμε αύξηση στο κύκλο εργασιών μεταξύ 8-10%. Οδηγός της αύξησης θα παραμείνει η αγορά των ΗΠΑ στην οποία θα γίνουν επενδύσεις για την αύξηση της δυναμικότητας των εγκαταστάσεων ενώ και η Ελλάδα αναμένεται να έχει αυξημένα έσοδα και λειτουργικά κέρδη. Τα αποτελέσματα δ’ τριμήνου του 2021 θα ανακοινωθούν πριν το άνοιγμα της συνεδρίασης της 17ης Μαρτίου ενώ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας αναμένεται η τηλεδιάσκεψη όπου θα αναλυθούν οι προοπτικές της φετινής χρονιάς.
Οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιριών του κλάδου
Πηγή: Factset