Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Και ξαφνικά όλοι συμφωνούν ότι το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών είναι μεγαλύτερο από το Brexit. Οι αγορές ασχολούνται περισσότερο με τα εσωτερικά και δυσεπίλυτα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά με τις επιπτώσεις της εξόδου της Μ. Βρετανίας.
Όπως είναι φυσικό, η αβεβαιότητα επηρεάζει και τη χώρα μας, η οποία έχει γίνει τόσο ευάλωτη τα τελευταία χρόνια που και ο παραμικρός κίνδυνος προκαλεί έντονες αναταράξεις σε τράπεζες και οικονομία.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα επηρεάζεται για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί ενδεχόμενη κατάρρευση ιταλικών τραπεζών θα προκαλούσε την απόλυτη καταστροφή στην Ευρώπη, συμπαρασύροντας την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Δεύτερον, η τραπεζική κρίση στη γειτονική χώρα «θρέφει» ένα αρνητικό κλίμα, σε μία περίοδο που οι ελληνικές τράπεζες προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους, μετά την επαναφορά του waiver και την εκ νέου πρόσβασή τους στη φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ (τακτικές πράξεις αναχρηματοδότησης και TLTRO).
Πρόκειται για τις ίδιες περίπου ανησυχίες που προέκυψαν για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το πρωί της Παρασκευής 24 Ιουνίου, όταν οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ανησυχίες δηλαδή που σχετίζονται με κάθε παράγοντα που ενισχύει την αβεβαιότητα.
Σε καλύτερη μοίρα οι ελληνικές τράπεζες λόγω κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά...
Μόνο που στην περίπτωση της ιταλικής κρίσης, τα προβλήματα αφορούν άμεσα τις ίδιες τις τράπεζες και μάλιστα τα υπέρογκα «κόκκινα» δάνεια που έχουν στους ισολογισμούς τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Ιταλία... μοιάζει με τις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές τράπεζες. Με μία, ωστόσο, σημαντική υποσημείωση: σήμερα οι ελληνικές τράπεζες κρίνονται επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ενώ για τις ιταλικές αναμένονται τα αποτελέσματα των stress tests. Αυτό επισημαίνουν σε κάθε ευκαιρία τόσο οι αρμόδιες Αρχές, όσο και αναλυτές ξένων επενδυτικών οίκων.
Για του λόγου το αληθές, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας (ΦΩΤ.), εξέφρασε, μέσω συνέντευξης που έδωσε στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, τη βεβαιότητά του ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν χρειάζονται νέα ανακεφαλαιοποίηση, παρά τη μικρή επιστροφή καταθέσεων, υπογραμμίζοντας ότι διαθέτουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην Ευρωζώνη. Μάλιστα, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στη χαλάρωση των capital controls με στόχο την επιστροφή των καταθέσεων.
Από την πλευρά της, η Citi αναφέρει σε έκθεσή της, μετά από συναντήσεις που είχε με τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών και την ΤτΕ, ότι προς το παρόν οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες. Παρ'' όλα αυτά, η Citi δείχνει την ανησυχία της για τις εξελίξεις στην Ιταλία και γενικότερα στην Ευρώπη, καθώς, παρά τις θετικές ενδείξεις που εντοπίζει στην Ελλάδα, διατηρεί σύσταση «neutral» για τις ελληνικές τράπεζες, λόγω του Brexit και των ανησυχιών… made in Italy.
...αυτή δεν είναι δεδομένη
Αναλυτές με τους οποίους επικοινώνησε το liberal.gr συμφωνούν για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, επισημαίνοντας ωστόσο ότι αυτή δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη στην περίπτωση που οι συνθήκες επιδεινωθούν περαιτέρω. Οι ίδιοι σημειώνουν ότι στην ανακεφαλαιοποίηση που έλαβε χώρα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2015 οι τράπεζες κατάφεραν να καλύψουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προέκυψαν με βάση το δυσμενές σενάριο, του οποίου οι παραδοχές είναι χειρότερες από τις τρέχουσες συνθήκες.
Ενδεικτικά, αναφέρουν ότι το βασικό σενάριο των stress tests έκανε λόγο για ύφεση το 2016 1,3% και ανάπτυξη 2,7% το 2017, ενώ το δυσμενές σενάριο προέβλεπε ύφεση 3,9% το 2016 και οριακή ανάπτυξη 0,3% το 2017. Οι σημερινές προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για ύφεση χαμηλότερη του 1% το 2016. Η Fitch, για παράδειγμα, προβλέπει ύφεση 0,9% το 2016. Κατά συνέπεια, εύλογα οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι δεν αντιμετωπίζουν κανένα κεφαλαιακό πρόβλημα.
Μόνο η ανάπτυξη μπορεί να διώξει τα σύννεφα πάνω από το τραπεζικό σύστημα
Αυτά ισχύουν σήμερα. Διότι για να φύγει κάθε σκιά πάνω από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και την πιθανότητα νέας ανακεφαλαιοποίησης –σε περιβάλλον bail-in αυτήν τη φορά– θα πρέπει να υπάρξει σαφής βελτίωση του κλίματος που θα οδηγήσει σε επιστροφή καταθέσεων και ουσιαστική μείωση των «κόκκινων» δανείων. Δηλαδή, ανάπτυξη…
Για τα «κόκκινα» δάνεια, οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει να τα μειώσουν κατά περίπου 40 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τριετία, ή κατά 40%. Είναι ακριβώς ο ίδιος στόχος με αυτόν που «επέβαλε» (αν και οι Ιταλοί υποστηρίζουν ότι εξαρχής αυτός ήταν ο στόχος) η ΕΚΤ στην Banca Monte dei Paschi di Siena.
Αυτό που μένει είναι να καθοριστούν οι τριμηνιαίοι στόχοι, έτσι ώστε να υπάρχει μία πειθαρχημένη διαδικασία, αν και δεν προβλέπονται – τουλάχιστον μέχρι στιγμής– κυρώσεις σε περίπτωση μη επίτευξης των στόχων σε τριμηνιαία βάση. Στην ουσία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέλει να έχει στη διάθεσή της ακόμη ένα εργαλείο που θα της επιτρέπει αφενός να παρακολουθεί καλύτερα την πρόοδο των τραπεζών και αφετέρου να ασκεί πιέσεις όταν το κρίνει απαραίτητο. Για όλα αυτά, όμως, η λέξη-κλειδί είναι η ανάπτυξη.