Του Βασίλη Γεώργα
Ερωτηματικά προκαλεί η αιφνιδιαστική απόφαση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής να αναστείλει επ' αόριστον τη δημοσίευση προσωρινών εκτιμήσεων για την πορεία του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας λίγες ημέρες πριν ανακοινωθούν οι αρχικές προβλέψεις για το δεύτερο τρίμηνο του 2017.
Το λεγόμενο flash estimate που επρόκειτο να ανακοινωθεί στις 14 Αυγούστου για την πορεία του ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου δεν θα εκδοθεί μέχρι νεωτέρας σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ.
Η απόφαση αυτή παραπέμπει είτε σε αντικειμενική αδυναμία της Αρχής να εκτιμήσει με ορθό τρόπο την πορεία της οικονομίας με βάση τα εργαλεία μέτρησης που διαθέτει, είτε σε ευθεία παρέμβαση της κυβέρνησης η οποία έχει βρεθεί εκτεθειμένη στο πρόσφατο παρελθόν όταν επιχείρησε να σπεκουλάρει με την ανάπτυξη και την «άδειασαν» τα στοιχεία της ΕΣΛΤΑΤ.
Αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα κάποιος στην κυβέρνηση να αποφάσισε να επιβάλει απαγορευτικό δημοσίευσης στοιχείων στην ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου να μην διαταραχθεί το success story στην οικονομία, θα πρόκειται για πρωτοφανή παρέμβαση και για μείζον πολιτικό θέμα.
Έχει ενδιαφέρον επίσης η χρονική σύμπτωση της απόφασης της Ανεξάρτητης Αρχής, καθώς συμπίπτει με την αναμόχλευση της υπόθεσης των ελληνικών στατιστικών έμμεσα μέσω της δικαστικής εξέλιξης της υπόθεσης Γεωργίου και άμεσα λόγω της προειδοποίησης ευρωπαίων αξιωματούχων ότι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της ΕΛΣΤΑΤ θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στο Eurogroup του προσεχούς Σεπτεμβρίου. Στην ΕΛΣΤΑΤ έχει ήδη από τον Φεβρουάριο εγκατασταθεί παρατηρητής για λογαριασμό και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει σε ανακοίνωσή της ότι η αναστολή της έκδοσης των flash estimates αποφασίστηκε «προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω η διαθεσιμότητα των πηγών που απαιτείται προκειμένου η εκτίμηση να έχει μεγαλύτερη συνέπεια ως προς την ερμηνευτική ισχύ της, σε σχέση με τα προσωρινά στοιχεία που δημοσιοποιούνται σε 60 ημέρες από το τρίμηνο αναφοράς». Επί της ουσίας παραδέχεται αδυναμία ορθής εκτίμησης με βάση τα διαθέσιμα εργαλεία, υπόθεση που έχει τις ρίζες της στις διαδοχικές μεγάλες και διαμετρικά αντίθετες αναθεωρήσεις στοιχείων που είχαμε τα δύο προηγούμενα τρίμηνα.
Να σημειωθεί ότι τα flash estimates αποτελούν αρχικές εκτιμήσεις που ανακοινώνονται 45 ημέρες μετά τη λήξη του τριμήνου αναφοράς και σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η δημοσιοποίησή τους δεν είναι υποχρεωτική, ενώ 60 ημέρες μετά ακολουθούν οι προσωρινές εκτιμήσεις των τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών, οι οποίες και θα συνεχίσουν να δημοσιεύονται κανονικά. Στην προκειμένη περίπτωση το Δελτίο Τύπου για τα στοιχεία δεύτερου τριμήνου θα ανακοινωθεί την 1η Σεπτεμβρίου 2017 οπότε και θα πάρουμε μια πρώτη γεύση για το πώς κινήθηκε το ΑΕΠ στο κρίσιμο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς.
Η υπόθεση των στατιστικών στοιχείων για το ΑΕΠ έχει δημιουργήσει αλλεπάλληλους πονοκεφάλους στο κυβερνητικό επιτελείο καθώς φέτος έγιναν δύο σοβαρές αλλά εκ διαμέτρου αντίθετες αναθεωρήσεις από την ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Στην πρώτη περίπτωση τον περασμένο Μάρτιο η κυβέρνηση είχε βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν η ίδια επιχείρησε να παρουσιάσει το 2016 ως έτος ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία αλλά διαψεύστηκε από τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν τελικά μεγάλη βουτιά στην ύφεση στο τέταρτο τρίμηνο (1,1% αντί αρχικής εκτίμησης για αύξηση 0,3%) και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης για το σύνολο του 2016. Τότε είχε εκδηλωθεί έντονος εκνευρισμός από το Μαξίμου τόσο προς την ανεξάρτητη Αρχή όσο και προσωπικά προς τον Ευκλείδη Τσακαλώτο ο οποίος δεν ενημέρωσε εγκαίρως τον Πρωθυπουργό πριν μιλήσει στη Βουλή.
Το σκηνικό των αναθεωρήσεων επαναλήφθηκε και με τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου για το 2017, όταν αρχικά η ΕΛΣΤΑΤ στο flash estimate του περασμένου Μαϊου ανακοίνωσε ύφεση 0,1% για το ΑΕΠ δίνοντας την εικόνα ότι οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις της δεύτερης αξιολόγησης επιδρούσαν αρνητικά στην οικονομία, και στην συνέχεια με την αναθεώρηση που επήλθε με τα εποχικά διορθωμένα προσωρινά στοιχεία, κατεγράφη τελικά ανάπτυξη κατά 0,4%.
Η ΕΛΣΤΑΤ συνδέει ευθέως την απόφαση αναστολής δημοσίευσης των αρχικών εκτιμήσεων με το «φιάσκο» των δύο προηγούμενων ανακοινώσεων που αναθεωρήθηκαν. Στις αρχές του καλοκαιριού η στατιστική Αρχή είχε αιτιολογήσει τις συνεχείς αναθεωρήσεις με το επιχείρημα ότι η ελληνική οικονομία είναι «ειδική περίπτωση» επειδή ισχύουν σημαντικές ιδιαιτερότητες που δυσχεραίνουν την παραγωγή μοντέλων πρόβλεψης. Τέτοιες είναι, μεταξύ άλλων, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων , οι αλλαγές στη νομοθεσία που ρυθμίζει αποδοχές και φόρους, κ.α.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η πρώτη εκτίμηση που δημοσιεύει 45 ημέρες μετά το τέλος του κάθε τριμήνου αναφοράς βασίζεται σε στοιχεία όπως ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και ο δείκτης τιμών καταναλωτή. Ο δείκτης κύκλου εργασιών και όγκου στο λιανικό εμπόριο, οι εισαγωγές - εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και τα στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού είναι διαθέσιμα για τους δύο από τους τρεις μήνες της περιόδου. Η τελική καταναλωτική δαπάνη γενικής κυβέρνησης συνυπολογίζεται κατ'' εκτίμηση ενώ για τους φόρους είναι διαθέσιμα στοιχεία σε ταμειακή και όχι σε δεδουλευμένη βάση. Επίσης στο flash estimate δεν είναι διαθέσιμοι οι βραχυχρόνιοι δείκτες κύκλου εργασιών των υπηρεσιών, τα τριμηνιαία στοιχεία απασχόλησης, τα τριμηνιαία στοιχεία ισοζυγίου πληρωμών και στοιχεία φόρων σε δεδουλευμένη βάση.
Όπως και να έχει, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια αφότου ζήσαμε τη διεθνή αμφισβήτηση των ελληνικών στατιστικών, τα εργαλεία πρόβλεψης της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ βρίσκονται και πάλι στο μικροσκόπιο. Αυτή τη φορά τα αμφισβητεί –όταν δεν είναι αρεστά- η ίδια η κυβέρνηση η οποία έχει ήδη αναθεωρήσει επί τα χείρω τον στόχο για το σύνολο της χρονιάς (από το 2,7% αρχικά στο 1,8% σήμερα), σε μια χρονιά μάλιστα που οι προβλέψεις είναι κομβικής σημασίας.