Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και επιστροφή στην κανονικότητα σηματοδοτεί η πρόωρη αποπληρωμή τμήματος του ακριβού δανείου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Μετά την άρση των capital controls, η απόφαση της κυβέρνησης για την προεξόφληση των δανείων υψηλού κόστους, ετήσιου επιτοκίου 4,91%, στέλνει μήνυμα στις αγορές καθώς βελτιώνονται οι δείκτες βιωσιμότητας του χρέους, κάτι που οδηγεί στη μείωση και αντικατάσταση του ακριβού με φθηνό χρέος, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στα ελληνικά ομόλογα που τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Σημειώνεται ότι η συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους το 2018 προέβλεπε τη χρήση μέρους του cash buffer για αποπληρωμή του ΔΝΤ. Η εξέλιξη αυτή καταγράφεται στα θετικά καθώς το διαθέσιμο χρήμα κοστίζει. Συγκεκριμένα, η διακράτηση του χρήματος είναι ακριβή δεδομένου ότι το το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου βρίσκεται πλέον κάτω από το 1,6%.
Η πρόωρη αποπληρωμή θα οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση η οποία θα προκύψει από τη μείωση δαπανών τόκων του ελληνικού Δημοσίου. Παράλληλα, θα οδηγήσει στη μείωση των κινδύνων της αγοράς που υπάρχουν γύρω από τα υφιστάμενα δάνεια του ΔΝΤ, καθώς αυτά είναι κυρίως σε ξένο νόμισμα και με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Σε πρόσφατη έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης Moody's είχε επισημάνει ότι αυτή η κίνηση θα οδηγήσει αφενός στη μείωση της δαπάνης των τόκων της Ελλάδας επιμηκύνοντας το μέσο προφίλ της ωρίμανσης του χρέους, δύο στοιχεία που είναι πιστωτικά θετικά για το κράτος. Σημειώνεται ότι δάνεια του ΔΝΤ αντιστοιχούν σε μόλις το 2,6% του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης, όμως οι δαπάνες για τα επιτόκια των δανείων του ΔΝΤ είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές για τις άλλες υποχρεώσεις της χώρας, ιδιαίτερα προς την Ευρωζώνη, αλλά και υψηλότερες από τις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων της Ελλάδας, είχε σημειώσει ο οίκος. Επιπλέον, τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν πολύ πιο σύντομη ωρίμανση απ' ό,τι τα δάνεια από τον EFSF και τον ESM.
Όπως γίνεται αντιληπτό η 4η μεταμνημονιακή αξιολόγηση ξεκίνησε εντυπωσιακά για την κυβέρνηση. Η πρόωρη αποπληρωμή του δανείου του ΔΝΤ, η εξοικονόμηση περίπου 500 εκατ. ευρώ από το σκέλος των δαπανών το 2019 και η καλή πορεία του προϋπολογισμού επιτρέπουν στην κυβέρνηση να θέσει επισήμως το θέμα της μείωσης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση των spread (τον Ιανουάριο το spread ανάμεσα στο 5ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου και στο αντίστοιχο γερμανικό ήταν κατά μέσο όρο 3,48%, ενώ τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχει συρρικνωθεί μεσοσταθμικά στο 1,6%) αποτελεί επαρκή λόγο για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μάλιστα την ελληνική διεκδίκηση αναμένεται να διευκολύνει και η νέα, επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, η οποία θα συνοδεύει την έκθεση της 4ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης των θεσμών. Δεδομένης της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων δανεισμού όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του ESM, η εικόνα της βιωσιμότητας αναμένεται βελτιωμένη, καθιστώντας λιγότερο πιεστική την ανάγκη για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως όλα δείχνουν μέχρι και το τέλος του χρόνου αναμένεται να έχουμε συμφωνία για τη διαφορετική καταγραφή των ANFAs και SMP's που θα ανοίξει τον δρόμο για μια πρώτη αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων κατά περίπου 0,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα με τη διευθέτηση του θέματος με τα ANFAs θα εξελίσσεται και η παράλληλη διαπραγμάτευση για την επίσημη μείωση των δημοσιονομικών στόχων μέχρι και το 2060.