Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αποτελεί πλέον... παράδοση κάθε φορά που επισκέπτονται οι εκπρόσωποι των δανειστών την Αθήνα να ενισχύεται η αβεβαιότητα και να αυξάνονται οι ανησυχίες τόσο για τις προοπτικές της οικονομίας όσο και για την επιβολή νέων μέτρων. Όπως έδειξε και η προηγούμενη αξιολόγηση, οι καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις επιδεινώνουν το κλίμα, ενώ δεν αποτρέπουν τα σκληρά μέτρα.
Αν η κυβέρνηση δεν εφαρμόσει άμεσα τα προαπαιτούμενα που εκκρεμούν από την πρώτη αξιολόγηση και δεν κλείσει γρήγορα τη δεύτερη αξιολόγηση, η χώρα κινδυνεύει στην ουσία να εισέλθει σε ένα νέο μνημόνιο πριν ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα. Το σενάριο είναι απευκταίο, όμως με την διαπραγμάτευση να βρίσκεται στην αρχική της φάση, με επίκεντρο την εκταμίευση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ, ο φόβος της οικονομικής στασιμότητας θα μπορούσε να αποτελέσει «ταφόπλακα» για την πραγματική οικονομία και τις τράπεζες.
Ειδικότερα για τις τράπεζες τα προβλήματα είναι ξεκάθαρα και συγκεκριμένα. Οι καθυστερήσεις στην κατάρτιση της νομοθεσίας για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων έχουν επισημανθεί τόσο από την ΕΚΤ, όσο και από την ΤτΕ, ενώ κάθε φορά που χάνεται χρόνος επιδεινώνονται οι συνθήκες σε όλα τα μέτωπα που τις αφορούν, με βασικότερα αυτά των κεφαλαίων και της ρευστότητας.
Έτσι, λοιπόν, οι τράπεζες παρακολουθούν τις εξελίξεις με μεγάλη αγωνία καθώς εκτιμούν ότι μόνο η επιτυχής ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και η ομαλή εκταμίευση των δόσεων σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη και θα προσελκύσουν επενδύσεις. Για τις τράπεζες δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον περιορισμό της αβεβαιότητας, κάτι που τονίζεται από τραπεζικά στελέχη σε κάθε ευκαιρία.
Είναι ξεκάθαρο ότι αν η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων δεν επιταχυνθεί παράλληλα με την οικονομική ανάκαμψη, οι τράπεζες θα κληθούν να καλύψουν τα όποια κεφαλαιακά κενά προκύψουν, κινδυνεύοντας με νέα ανακεφαλαιοποίηση και μάλιστα σε περιβάλλον επενδυτικής «άπνοιας» και εφαρμογής της οδηγίας του bail-in.
«Όσο η χώρα πελαγοδρομεί στον ίδιο φαύλο κύκλο, η πραγματική οικονομία δεν μπορεί να ανακάμψει και αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις για τις τράπεζες», σημειώνει ανώτερο τραπεζικό στέλεχος. «Μην ξεχνάμε ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης, περιμένουν να επιστρέψουν φέτος σε κερδοφορία, ενώ εκκρεμούν οι στόχοι για τη μείωση των κόκκινων δανείων σε βάθος τριετίας. Οποιοδήποτε πισωγύρισμα θα απειλούσε το σύνολο των στόχων για κέρδη, δάνεια, καταθέσεις και κεφάλαια», προσθέτει ο ίδιος.
Όσο, οι αριθμοί δεν ικανοποιούν τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους Θεσμούς, στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να ενεργοποιηθεί ο «κόφτης» δαπανών ή να εφαρμοστούν νέα μέτρα. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Eurobank, είναι πρόωρο να πεις κανείς ότι η οικονομία έχει αποφύγει την «παγίδα στασιμότητας» παρά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο β'' τρίμηνο.
Την ίδια ώρα, οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους καθυστερούν και δείχνουν να μετατίθενται για μετά τις γερμανικές εκλογές, άρα για το τέλος του 2017 στην καλύτερη των περιπτώσεων, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν πίσω στο θέμα των μη ρεαλιστικών πλεονασμάτων ύψους 3,5% που έχουν συμφωνηθεί για μετά το 2018, παρά τις αντιδράσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η διευθέτηση του χρέους είναι ένας πολύ κρίσιμος παράγοντας, καθώς μόνο αν αυτό κριθεί βιώσιμο η χώρα μας θα συμπεριληφθεί το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, εξέλιξη που θα έχει θετικές επιπτώσεις για τον τραπεζικό κλάδο.
Η Moody''s από την πλευρά της εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία δεν θα καταφέρει να επιτύχει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,7% και ότι οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Με άλλα λόγια ο οίκος αξιολόγησης λέει ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει και ότι οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Όπως σημειώνουν με νόημα παράγοντες της αγοράς, ένα νέο μνημόνιο σημαίνει νέοι αυστηροί στόχοι, νέα μέτρα και μία μακρά περίοδος αξιολογήσεων και διαπραγματεύσεων με την αβεβαιότητα να πλήττει το σύνολο της οικονομίας. Σημαίνει επίσης λιτότητα, η οποία συνεπάγεται νέα κατάρρευση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης και του διαθέσιμου εισοδήματος. Σημαίνει ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν σε ακόμη δυσμενέστερη θέση.
Και όλα αυτά, όταν οι στόχοι των τραπεζών τόσο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, όσο και για την επιστροφή καταθέσεων βασίζονται στις εκτιμήσεις για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η θετική αλλαγή κλίματος είναι αυτή που θα οδηγήσει σε χαλάρωση των capital controls και θα συμβάλλει τα μέγιστα στην ενίσχυση της ικανότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων να αποπληρώνουν κανονικά τα δάνειά τους.
Όμως η ανάκαμψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, πόσω μάλλον στην περίπτωση που δεν χαλαρώσουν οι στόχοι, εφαρμοστούν νέα μέτρα και η χώρα βρεθεί σε μόνιμη επιτήρηση. Πρόκειται για έναν αντίστοιχο φαύλο κύκλο για τις τράπεζες. Το σενάριο κατά το οποίο οι προοπτικές της οικονομίας δεν βελτιώνονται, η ανεργία παραμένει σε υψηλό επίπεδο, τα «κόκκινα» δάνεια δεν μειώνονται και οι καταθέσεις παραμένουν στα «σεντούκια» είναι το απόλυτα καταστροφικό σενάριο για τις τράπεζες. Ότι συμβαίνει δηλαδή εδώ και έξι χρόνια στην εποχή των τριών μνημονίων...