Του Βασίλη Γεώργα
Μεταξύ του κυβερνητικού αφηγήματος ότι τα βάσανα του Έλληνα τελειώνουν στο σημερινό Eurogroup μέχρι εκείνου που λέει ότι με τους φόρους και τους «κόφτες» τα προβλήματα τώρα αρχίζουν, η διαφορά είναι χαοτική. Τόσο μεγάλη, όσο είναι η απόκλιση ανάμεσα στη θέση του ΔΝΤ που ζητά δεσμεύσεις για συνολική ελάφρυνση χρέους 90 δισ. ευρώ με ρήτρα ανάπτυξης, και των ευρωπαίων εταίρων που αναζητούν μια αόριστη συμφωνία με σκοπό όχι την επίλυση αλλά την παράταση του χρόνου των αποφάσεων για το μέλλον, μετά το δημοψήφισμα για το Brexit και τις γερμανικές εκλογές το 2017.
Σχεδόν έναν χρόνο και τρεις σκληρούς φορολογικά και εισπρακτικά εφαρμοστικούς νόμους μετά την αλησμόνητη διαπραγμάτευση του περσινού καλοκαιριού, η Ελλάδα βρέθηκε να πληρώνει ένα πανάκριβο και εν πολλοίς ανεξόφλητο εισιτήριο για να φτάσει κοντά στο «ιερό δισκοπότηρο» της αξιολόγησης. Ίσως ένα πρώτο κέρδος να είναι ότι μετά από μήνες αβεβαιότητας και διαπραγματεύσεων, η κατάσταση θα ηρεμήσει για λίγο καιρό. Όμως τα 5,4 δισ. ευρώ των εμπροσθοβαρών μέτρων που καλείται να σηκώσει η πραγματική οικονομία κυρίως μέσα από το νέο πακέτο φόρων και περικοπών, είναι ένα δυσανάλογα υψηλό κόστος για τους πολίτες, τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις και είναι πρακτικά αδύνατον να αναπληρωθεί από τα 10-11 δισ. ευρώ της δόσης η οποία κατά τα 2/3 θα κατευθυνθεί αυτομάτως στον δεσμευμένο λογαριασμό για να εξοφληθούν οι υποχρεώσεις προς τους δανειστές και τα υπόλοιπα θα διοχετευθούν υπό τη μορφή στάγδην επιστροφών (500-600 εκατ. ευρώ μηνιαίως) για να εξοφληθούν μέχρι το τέλος του έτους υποχρεώσεις του δημοσίου προς προμηθευτές στην αγορά.
Η αποδέσμευση της δόσης είναι πολύ σημαντική ώστε να φύγει από το τραπέζι η αβεβαιότητα ενός ατυχήματος και να κερδηθεί οικονομικός και πολιτικός χρόνος μέχρι τον ερχόμενο Οκτώβριο-Νοέμβριο, αλλά στην πράξη, ενώ η Ευρώπη θα κερδίσει την καλοκαιρινή ηρεμία της από το ελληνικό πρόβλημα ενόψει του βρετανικού δημοψηφίσματος και των ισπανικών εκλογών, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων δεν θα βάλει ούτε σεντς στην τσέπη του από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Αντίθετα σε μια εβδομάδα από σήμερα θα αρχίσει να αισθάνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύ το κόστος των μέτρων που ψηφίστηκαν στον ΦΠΑ, τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, τις ασφαλιστικές εισφορές, τις συντάξεις, την κερδοφορία των επιχειρήσεων κλπ. Ήδη ένα μεγάλο μέρος της αγοράς στηρίζεται στη φοροδιαφυγή που έχει αναθαρρήσει, ζει από τα χρήματα που διακινούνται εκτός τραπεζικού συστήματος και αναζητά τρόπους για να μην πληρώσει ή να μεταφέρει την έδρα και τα κεφάλαια του εκτός Ελλάδας.
Η εκτίμηση που είναι διάχυτη σε οικονομολόγους και αναλυτές είναι πως το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες η οικονομία δεν κατέρρευσε, δεν οφείλεται στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, αλλά στον φόβο της απώλειας χρημάτων, της αύξησης των φόρων (που εν πολλοίς επιβεβαιώθηκε) και στο περιβάλλον της μαύρης οικονομίας που χτίζεται με το «κρυμμένο χρήμα». Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν μπορεί να πάει μακριά, αλλά και που αναμένεται ότι θα επιδεινωθεί τους επόμενους μήνες με αρνητικές επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα και τις δυνατότητες ανασυγκρότησης της οικονομία η οποία χρειάζεται το λιγότερο 14 δισ. ευρώ το χρόνο σε νέες επενδύσεις μέχρι το 2023 μόνο και μόνο για να καλύψει τις ανάγκες αναπλήρωσης του χαμένου παγίου κεφαλαίου της κρίσης.
Το δύσκολο στοίχημα του Eurogroup είναι οι αποφάσεις του να μην αποδειχθούν τους επόμενους μήνες μόνο ένα βραχυχρόνιο αντίβαρο που θα στηριχθεί στην πρόσκαιρη αλλαγή κλίματος από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την δρομολόγηση των κινήσεων που έχουν ήδη προαναγγελθεί.
Η επαναφορά του waiver των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ για τις τράπεζες λ.χ θεωρείται σημαντική για την επανασύνδεση της Ελλάδας με την «κανονικότητα» στην ευρωζώνη, αλλά στην πράξη δεν σημαίνει πολλά περισσότερα από την αντικατάσταση ενός μέρους του ακριβού έκτακτου δανεισμού των τραπεζών με φτηνότερα κεφάλαια από την ΕΚΤ και συνεπώς δεν πρόκειται να είναι μια καταλυτική εξέλιξη για τους δανειολήπτες.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ επίσης δεν αναμένεται να επιφέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα στη μείωση του χρέους καθώς σε πρώτη φάση οι επαναγορές θα γίνονται σε μικρές ποσότητες. Εάν και όταν όμως ανάψει το πράσινο φως - πιθανόν αφότου υπάρξει μια συμφωνία για τη διαχείριση του χρέους- θα είναι ένα ισχυρό σήμα στα διεθνή κεφάλαια ότι το οικονομικό ρίσκο της χώρας περιορίζεται μεσοπρόθεσμα, μια εξέλιξη που θα έχει αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων όπως αντικατοπτρίζεται στην απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου που σήμερα έχει υποχωρήσει στο 7,2%.
Για να υποχωρήσει, όμως το κόστος δανεισμού σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα και να προσεγγίσει το επίπεδο του 6% που θεωρείται επιτόκιο-κλειδί για την έξοδο στις αγορές το 2018, η οριστική άρση της αβεβαιότητας μέσα από μια βαθιά αναδιάρθρωση του χρέους, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ.
Διαπραγμάτευση διαρκείας για το χρέος
Γι'' αυτό και η σημαντικότερη ίσως συζήτηση που έχουν να κάνουν σήμερα οι δανειστές της χώρας τόσο από την πλευρά του ΔΝΤ όσο και των ευρωπαίων εταίρων είναι να καθορίσουν με λεπτομέρεια τον οδικό χάρτη για τις παρεμβάσεις στο χρέος και να στείλουν έτσι ένα μήνυμα στους διεθνείς επενδυτές από τους οποίους εξαρτάται η ανόρθωση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, ότι το ρίσκο χρεοκοπίας θα φύγει από το προσκήνιο, και ότι η ελληνική οικονομία θα υποστηριχθεί κατά τρόπο ώστε να μπορεί να παράγει επιτεύξιμα πρωτογενή πλεονάσματα και παράλληλα να αναπτύσσεται.
Πιστεύει, όμως, κανείς ότι το ιδανικό αυτό σενάριο μπορεί να βγει αληθινό στο σημερινό Eurogroup;
Ούτε καν η ίδια η κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει μεν με «θετική έκπληξη» την εξαιρετικά συμφέρουσα για τις ελληνικές θέσεις, έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μακροπρόθεσμα, αλλά στην πραγματικότητα αναγνωρίζει ότι είναι τόσο μαξιμαλιστική και αναδεικνύει με τόσο έντονο τρόπο τις μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις επιδιώξεις του Βερολίνου και τις προτάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, που γράφτηκε για να μην γίνει αποδεκτή και ουσιαστικά να μην αξιοποιηθεί για την εξεύρεση άμεσων αποφασιστικών λύσεων.
Η κυβέρνηση μπαίνει σήμερα στην αρένα του Eurogroup κρατώντας χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, αλλά με την κρυφή ελπίδα πως μέσα από την διελκυστίνδα Βερολίνου-ΔΝΤ θα μπορούσε να προκύψει μια συμβιβαστική λύση η οποία θα αντιμετωπίζει τόσο το βραχυπρόθεσμο όσο και το μεσοπρόθεσμο τμήμα του χρέους μέχρι το 2023 που είναι οι τελευταίες δόσεις του ΔΝΤ, ώστε να «διασφαλιστεί» το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τουλάχιστον να παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος στο πρόγραμμα μέχρι λάβει τις οριστικές αποφάσεις του.
Όλα δείχνουν, όμως, πως επί της ουσίας αυτό που αναζητείται δεν είναι μια καθαρή λύση «εδώ και τώρα», αλλά ένα κείμενο συμφωνίας στο οποίο θα περιγράφονται οι δεσμεύσεις των δύο πλευρών (ΕΕ και ΔΝΤ) να εξετάσουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια κατά τους επόμενους μήνες τα μέτρα που θα εφαρμοστούν. Τα μέτρα αυτά δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα συγκεκριμενοποιηθούν αναλυτικά στο σημερινό Eurogroup, αλλά θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας νέας μακράς και επίπονης διαπραγμάτευσης που θεωρητικά θα ξεκινήσει από αύριο και θα οδηγήσει στις πρώτες αποφάσεις πιθανόν τον ερχόμενο Οκτώβριο κατά την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ η οποία συμπίπτει με την περίοδο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
Διαβάστε ακόμα:
- Τεχνοκρατικές διαφωνίες στο EWG-Αναζητείται «πολιτική λύση» στο Eurogroup