Τι σημαίνει η επιμονή του ΔΝΤ στο «εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος»

Τι σημαίνει η επιμονή του ΔΝΤ στο «εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος»

Δυσάρεστα δεδομένα για την Ελλάδα δημιουργεί η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος παρά τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν για να υποστηριχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που ήδη εφαρμόζονται.

Από τη νεότερη έκθεση του Ταμείου προκύπτει ότι το ΔΝΤ συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με όρους stress σεναρίου καθώς δεν θεωρεί αξιόπιστους ούτε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ούτε τους στόχους για μεγάλα πλεονάσματα.

Η ταχύτητα γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για τον οποίο το ΔΝΤ παραμένει τόσο απαισιόδοξο και είναι ενδεικτικό πως εξακολουθεί να θεωρεί ότι η οικονομία δεν μπορεί να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το 1% μακροπρόθεσμα. Και ενώ οι υπολογισμοί του εντάσσονται στο πλαίσιο της θέσης του ότι απαιτείται γενναία ελάφρυνση χρέους για να καταστούν διαχειρίσιμες οι πληρωμές στο μέλλον και ειδικά μετά το 2030, εντούτοις αφήνουν ανοιχτά περιθώρια, αν δεν φωτογραφίζουν, νέα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας με το κύριο βάρος να πέφτει και πάλι στο κόστος του συνταξιοδοτικού-ασφαλιστικού, δεδομένης της αρνητικής θέσης των ευρωπαίων δανειστών να προχωρήσουν σε μεγάλη μείωση του χρέους. Εντούτοις το ΔΝΤ εξακολουθεί να θεωρεί «ανοιχτό» το θέμα του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2022 και σημειώνει ότι η μείωσή τους στο 1,5% μακροπρόθεσμα (από το 2%-2,2%) θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης με τους ευρωπαίους δανειστές στο πλαίσιο της συμφωνίας για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. 

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ, το οποίο απέχει παρασάγγας από τις πολύ πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις του ESM και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα υποχωρήσει αισθητά ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 176% που είναι σήμερα, στο 160% το 2022 και μέχρι το 150% το 2030, αλλά από εκεί και μετά θα εκραγεί εκ νέου ανοδικά και θα φτάσει στο 195% του ΑΕΠ ως το 2060.

Αντίστοιχα, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας ενώ θα παραμείνουν κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ για την επόμενη δεκαετία, θα κινηθούν πάνω από το 15% μέχρι το 2028, θα αυξηθούν στο 20% ως το 2033 και θα φτάσουν στο 45% του ΑΕΠ ως το 2060.

Στην πράξη, δηλαδή, σύμφωνα με το ΔΝΤ η Ελλάδα έχει μπροστά της λιγότερο από μια «ανέφελη» δεκαετία στη διάρκεια της οποίας οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί και τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί, θα οδηγούν σε σταθερή μείωση του χρέους, χωρίς ωστόσο να το καθιστούν βιώσιμο μελλοντικά.  

Από την έκθεση προκύπτει παράλληλα ότι η Ελλάδα δεν θα έχει μεγάλες δυνατότητες να αυξήσει το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης μέσα από νέο δανεισμό. Στην έκθεση προβλέπει «πλαφόν» στο χρέος στα 325 δισ. ευρώ για το 2017-2018, γεγονός που περιορίζει εκ των πραγμάτων τους λόγους πρόσβασης στις αγορές μόνο για την άντληση κεφαλαίων με σκοπό την αναχρηματοδότηση – εξόφληση υφιστάμενου χρέους και μάλιστα με επιτόκια πολύ χαμηλότερα των σημερινών  ώστε να μην επηρεάζεται  αρνητικά το συνολικό χρέος.

Ανησυχία ΔΝΤ για τις εκλογές του 2019

Για τις επιπτώσεις των προγραμματισμένων για το 2019 εκλογών στην εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις το 2019 και του αφορολόγητου το 2020 προβληματίζεται το ΔΝΤ. 

Παράλληλα, ανοίγει το δρόμο ώστε τα μέτρα για το αφορολόγητο να ισχύσουν τελικά νωρίτερα, από τη στιγμή που εκτιμά πως ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα επιτευχθεί το 2018. 

Δεδομένου ότι οι μετα­ρρυθμίσεις του συνταξ­ιοδοτικού συστήματος ­και των φόρων εισοδήματος αρχίζουν να ισχύ­ουν μόνο μετά το τέλος του προγράμματος και κατά τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο αναμένονται οι κοινο­βουλευτικές εκλογές, ­η εφαρμογή τους υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο, επισημαίνει το Ταμείο. 

Βασίλης Γεώργας